Είναι συνεχής νεωτερισμός. Η τηλεόραση διευρύνει ακατάσχετα τα όριά της. Και όχι μόνο τεχνικά. Στο πρόσφατο συνέδριο φιλοσοφίας στην Αθήνα, ο φιλανδός φιλόσοφος Έσα Σααρίνεν περιέγραψε ανάγλυφα την οργάνωση νέων Αγορών του Δήμου κατά το αρχαίο πρότυπο – είτε σε τοπικό, είτε σε πλανητικό επίπεδο μέσω της διαδικτυακής τηλεόρασης. Η οργάνωση αυτή βρίσκεται ακόμα στα σπάργανά της: Το αν και πώς θα επιβληθεί τελικά είναι άδηλο.

Όμως ήδη τώρα διαφαίνεται, ότι η δημιουργία των ηλεκτρονικών Αγορών του Δήμου μπορεί να γίνει ορθολογικά μόνο στο πλαίσιο μιας ελεύθερης δημόσιας τηλεόρασης. Μόνο αυτή είναι απαλλαγμένη από το ιδιοτελές κίνητρο του ιδιωτικού κέρδους και μπορεί επομένως να βλέπει το κοινό ως προβληματισμένους πολίτες – και όχι, όπως τους βλέπει η ιδιωτική, ως χαζοχαρούμενους πελάτες.

Ήδη σήμερα, η δημόσια τηλεόραση παίζει ένα εκπολιτιστικό ρόλο στον τομέα της επικοινωνίας και όχι μόνο. Κι αυτό επειδή είναι το μοναδικό μαζικό μέσο ενημέρωσης που αντιτάσσεται στον κιτρινισμό των λαϊκίστικων εφημερίδων και καναλιών, τα οποία κυριαρχούν και στις πιο εξελιγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι λειτουργούν και εκεί αρκετά σοβαρά ιδιωτικά έντυπα και κανάλια – ενίοτε μάλιστα ύψιστης ποιότητας. Αυτά ικανοποιούν όμως κυρίως τις ανάγκες των ελίτ. Χωρίς τους φορείς της δημόσιας τηλεόρασης, όπως ο ORF στην Αυστρία, ή η ARD και το ZDF στη Γερμανία, που έχουν αντίστοιχα το 35% περίπου της τηλεθέασης, η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών και τηλεθεατών θα ήταν παραδομένη σε λαϊκίστικες φυλλάδες όπως η «Bild Zeitung» (Γερμανία) και «Kronenzeitung» (Αυστρία), ή σε παρομοίου επιπέδου κανάλια όπως το RTL.

Αντίστοιχη εκπολιτιστική αποστολή είχε και η ΕΡΤ στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ήταν υποχείριο της κυβέρνησης και των κομμάτων ακύρωνε βέβαια την εγκυρότητα της ενημέρωσης και επηρέαζε αρνητικά την ποιότητα των πολιτιστικών προϊόντων της. Αυτό δεν μείωνε όμως τη λαχτάρα των τηλεθεατών για μια «καλή» ΕΡΤ – οι περισσότεροι της γύριζαν την πλάτη επειδή δεν άντεχαν να βλέπουν το χάλι της. Απόδειξη, ότι αμέσως μετά το κλείσιμο της, στις 11 Ιουνίου, στράφηκαν μαζικά προς αυτήν. Και μόνο η απελευθέρωσή της από τους κυβερνητικούς ινστρούκτορες έφτασε για να την «αγαπήσουν» ξαφνικά – κάτι στο οποίο συνέβαλαν βέβαια και οι εργαζόμενοι του σταθμού με την απότομη έκρηξη της δημιουργικότητά τους.

Η συγκρότηση μιας τέτοιας ΕΡΤ, ανεξάρτητης και πολυφωνικής, που θα λειτουργούσε ως νέα ηλεκτρονική Αγορά του Δήμου, παραμένει και σήμερα επίκαιρη – παρόλο που η ψήφιση του νόμου για τη ΝΕΡΙΤ και οι διαδικασίες για την πρόσληψη προσωπικού και την έναρξη της λειτουργίας της προχωρούν ακάθεκτα.

Η επικαιρότητά της πηγάζει από το γεγονός, ότι τη θέλει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, έτσι όπως αυτό φάνηκε από τα εκατομμύρια των διαδικτυακών συνδέσεων καθημερινά τις πρώτες εβδομάδες της λειτουργίας της «ελεύθερης» ΕΡΤ. Το γεγονός ότι ο αριθμός αυτός έχει πέσει πολύ τελευταία οφείλεται σε διάφορους συγκυριακούς λόγους – όχι πάντως στην απογοήτευση των τηλεθεατών από το φρέσκο τηλεοπτικό μοντέλο.

Μια τέτοια νέα ΕΡΤ πρέπει να οικοδομηθεί πάνω σε γενικά παραδεδεγμένες αρχές: απεξάρτηση από την κυβέρνηση και τα κόμματα, πολυφωνία, δημοκρατικό πνεύμα – κάτι που αναγνωρίζεται γενικά και εφαρμόζεται λίγο ή πολύ σε όλες τις ευρωπαϊκές δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις.

Η οργανωτική συγκρότηση είναι όμως αμφιλεγόμενο θέμα. Οι περισσότερες δημόσιοι σταθμοί στην Ευρώπη συγκροτούνται από τα «πάνω», είτε μέσω ενός κρατικού θεσμού (κοινοβούλιο, κυβέρνηση, ή απλώς το υπουργείο μέσων ενημέρωσης), που διορίζει το εποπτικό συμβούλιο (όπως στο βρετανικό BBC), είτε μέσω ενός νόμου, που καθορίζει, ανεξάρτητα από τις κρατικές Αρχές, τη συμμετοχή διάφορων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων στο εποπτικό συμβούλιο (όπως στη γερμανική ARD και τον αυστριακό ORF). Στην κατηγορία αυτή υπάγεται τώρα, αν και ως ακραία περίπτωση κρατικισμού, και η ΝΕΡΙΤ.

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι δημόσιοι σταθμοί, όπως στην Ελβετία και την Ολλανδία, που είναι συγκροτημένοι στη βάση της αυτοδιαχείρισης. Τόσο η λειτουργία τους, όσο και το προϊόν τους, δείχνουν, ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι εξωπραγματικό, αλλά αντίθετα, το καλύτερο δυνατό σε αυτές τις χώρες. Σε αυτή την κατηγορία συντάσσεται, ως πολύ πιο εξελιγμένη βέβαια εκδοχή, και η ΕΡΤ.

Είναι φανερό, ότι οι οπαδοί και των δυο τύπων δημόσιας τηλεόρασης (της «κρατικιστικής» και της αυτοδιαχειριζόμενης) έχουν να κερδίσουν πολλά από την πείρα των άλλων ευρωπαϊκών σταθμών. Παράλληλα όμως θα πρέπει να ξέρουν, ότι είναι αδύνατη η μεταφορά τέτοιων μοντέλων στην Ελλάδα σε αναλογία 1:1, δεδομένου ότι δεν είναι προϊόντα κάποιας ομάδας ειδικών, αλλά αποτέλεσμα σκληρών πολιτικών και «κλαδικών» αγώνων. Η οικτρή αποτυχία του στησίματος ενός ελληνικού BBC, που έχει επιχειρηθεί επανειλημμένως, δεν είναι προφανώς τυχαία. Το ίδιο θα συμβεί πιθανότατα, αν επιχειρηθεί η μεταφύτευση του ελβετικού, ή του ολλανδικού μοντέλου αυτοδιαχείρισης.

Το μοντέλο που θα προκριθεί, θα πρέπει λοιπόν να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και επιθυμίες της ελληνικής κοινωνίας και να παίρνει υπόψη όχι μόνο το «δήμο» γενικά, άλλα και όλες τις συγκροτημένες δυνάμεις του: πολιτικές, συνδικαλιστικές, θρησκευτικές, αθλητικές, φεμινιστικές, σεξουαλικά προσδιοριζόμενες, κ.ο.κ..

Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να αγνοήσει το ιστορικό κεκτημένο: τη σημερινή «παράνομη» ΕΡΤ, που απόδειξε στους δυο παρελθόντες μήνες ότι αποτελεί πρότυπο δημοκρατικής και δημιουργικής λειτουργίας – τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Η τηλεόραση είναι γοητευτική υπόθεση. Η γοητεία της συνίσταται στις εικόνες, που μεταδίδουν άμεσα πότε σκέτες πληροφορίες, πότε βαθιές αναλύσεις, και πότε μεγαλειώδες ουτοπίες – βγαλμένες, όπως σε πολλά ντοκιμαντέρ, από το συνδυασμό του λογικού ειρμού με το συνειρμό. Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, που έχει πάντα περιορισμένη εμβέλεια, η τηλεόραση μπορεί να προσεγγίσει (και να αγγίσει) κάθε στιγμή τους πάντες: Και όχι απλώς να τους ενημερώσει, αλλά και να τους κάνει να «ψάχνονται», δείχνοντας τους παραστατικά με απίθανες συστοιχίες εικόνων εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα στη ζωή, αλλά – στο πνεύμα μιας ρεαλιστικής ουτοπίας – θα μπορούσε να γίνει αργά ή γρήγορα πραγματικότητα.

Η τηλεόραση δεν είναι «χύμα». Κάθε είδος της έχει τη δική της αυτονομία. Το κλείσιμο του πολιτιστικού καναλιού ΕΤΙ, που σχεδίαζε κάποτε ο Ηλίας Μόσιαλος – με την αιτιολογία, ότι θα βάλει «πολιτισμό» στις ειδήσεις – και κάνει τώρα πράξη ο Παντελής Καψής, δείχνει ότι οι ειδικοί της κυβέρνησης αγνοούν τέτοιες «πολυτέλειες». «Χύμα» θα είναι έτσι μόνο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους.

Η δημόσια τηλεόραση είναι προφανώς πολύ σοβαρό πράγμα για να αφεθεί στα χέρια τέτοιων ειδικών. Χώρια που κινδυνεύουν και οι ίδιοι να γίνουν τόσο αντιτηλεοπτικοί όσο και το προϊόν τους – η ΝΕΡΙΤ.