Τη δεκαετία του 1930 στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επικρατούσαν δικτατορίες, μεταξύ άλλων στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Λετονία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Το ερώτημα δεν είναι ποιες ήταν οι διαφορές μεταξύ αυτών των καθεστώτων αλλά γιατί απέτυχε να λειτουργήσει η φιλελεύθερη δημοκρατία σε τόσο πολλές χώρες εκείνη την εποχή.
Οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σημαδεύτηκαν από την προσπάθεια ουσιαστικού εκδημοκρατισμού, δηλαδή της διεύρυνσης της πολιτικής συμμετοχής. Ενώ μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πολιτικά δικαιώματα ήταν περιορισμένα στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, λόγω της μαζικής κινητοποίησης των ανδρών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και της αποδοχής της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών άλλαξαν τις προϋποθέσεις της πολιτικής νομιμοποίησης. Τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες-στρατιώτες που καλούνταν να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα στον πόλεμο και αποτελούσαν τη βάση των εθνικών διεκδικήσεων, έπρεπε να αποκτήσουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τις ελίτ. Τα ευρωπαϊκά συντηρητικά καθεστώτα έμπαιναν στην τροχιά του εκδημοκρατισμού και της ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική. Ξεκινούσε η εποχή της μαζικοποίησης της πολιτικής.
Πολύ σύντομα οι παραδοσιακές πολιτικές ελίτ ανακάλυψαν την απειλή που συνιστούσε για τα καθεστώτα η μαζικοποίηση της πολιτικής. Η εμφάνιση ριζοσπαστικών ιδεών και κινημάτων, ιδιαίτερα μετά την επανάσταση του 1917, προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα καταστολής και απαγορεύσεων, που έδειχνε και τα όρια του εκδημοκρατισμού.
Ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης και της ριζοσπαστικοποίησης αποκάλυπτε ότι για να επιτευχθεί η μετάβαση στη μαζική δημοκρατία θα έπρεπε να υπάρξουν και πολιτικές ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων. Οι κρατικές πολιτικές και οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την προστασία των εργαζομένων (καθιέρωση οκταώρου, κοινωνικές ασφαλίσεις, ανεργία, παιδική εργασία, μητρότητα, κ.λπ.) αναδείκνυαν το κράτος ως «πρωταγωνιστή» στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την εγγύηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.
Οι δύο πυλώνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου (πολιτική συμμετοχή –κοινωνική ενσωμάτωση) κλονίστηκαν ανεπανόρθωτα στη δεκαετία του 1930. Από τη μια πλευρά, η οικονομική κρίση του 1929 κλόνισε την πίστη στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου, η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και η μαζική ανεργία έφεραν τις κυβερνήσεις αντιμέτωπες με μια πρωτόγνωρη κατάσταση.

Στις δύο χώρες που πλήγηκαν καίρια από την κρίση του 1929 δόθηκαν διαφορετικές απαντήσεις. Η απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην κρίση είναι αρκετά γνωστή, ήταν η πολιτική του New Deal του Ρούζβελτ. Λιγότερο γνωστή είναι η απάντηση του καγκελάριου Μπρύνινγκ στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Αυτή κινήθηκε στην κατεύθυνση της διάλυσης του κοινωνικού κράτους που είχε οικοδομηθεί τα προηγούμενα χρόνια, την περικοπή των μισθών, την επιβολή εισφορών, κ.λπ. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά: ούτε η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας βελτιώθηκε, ενώ η ανεργία σημείωσε ρεκόρ φθάνοντας στο 40% το 1932. Οι συνέπειες της επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης στη Γερμανία ήταν η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και η απονομιμοποίηση του καθεστώτος.

Παράλληλα η δημοκρατία υπονομευόταν «από τα μέσα», δηλαδή από την εντεινόμενη δυσπιστία των παραδοσιακών πολιτικών ελίτ απέναντι στην αξία και τις αρετές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο αστικός πολιτικός κόσμος θεωρούσε ότι οι «μάζες» δεν ήταν ακόμη αρκετά ώριμες για να τους εμπιστευθεί κανείς τις τύχες της χώρας, παρασύρονταν εύκολα και χειραγωγούνταν από δημαγωγούς και επαναστάτες. Η ισχυρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση φαινόταν προτιμότερη από την αδιέξοδη δημοκρατία με τις επανειλημμένες εκλογές, την κυβερνητική αστάθεια και τις πολιτικές ίντριγκες. Ο ελιτισμός του αστικού πολιτικού κόσμου κατέληγε στη ροπή προς αυταρχικές λύσεις. Στην Ελλάδα ο κοινοβουλευτισμός και η δημοκρατία καταρρακώθηκαν μήνες πριν από τον Αύγουστο του 1936. Τον Οκτώβριο του 1935 ο στρατηγός Κονδύλης κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία και επανέφερε τη μοναρχία με νόθο δημοψήφισμα. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936 και την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, ο βασιλιάς Γεώργιος τον Απρίλιο του 1936 (μετά τον θάνατο του Κ. Δεμερτζή) διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά, το κόμμα του οποίου είχε λάβει λιγότερο από 4% στις εκλογές. Η κυβέρνηση Μεταξά όχι μόνο εξασφάλισε την ψήφο εμπιστοσύνης από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών αλλά και, επιπλέον, η Βουλή αποφάσισε να αναστείλει τις εργασίες της για πέντε μήνες και εξουσιοδότησε τον Ι. Μεταξά να κυβερνά με νομοθετικά διατάγματα. Η αιματηρή καταστολή της εργατικής διαμαρτυρίας τον Μάιο του 1936 έδειχνε τον βαθύτερα αυταρχικό χαρακτήρα της νέας πολιτικής πραγματικότητας που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή. Από αυτήν την άποψη, η επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου ήταν το επιστέγασμα μιας εξέλιξης που ο λεγόμενος «παλαιός πολιτικός κόσμος» είχε δρομολογήσει. Η παρακμή της δημοκρατίας είχε οδηγήσει στον θάνατό της.
Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ