Η «ρετροφουτουριστική» αντίληψη της ιστορίας που κυριαρχεί στην Ελλάδα των μνημονίων και του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» εντείνει τα τελευταία χρόνια την επανεξέταση διαφορετικών γεγονότων και περιόδων, συνήθως υπό το πρίσμα συντηρητικών οπτικών. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η Μεταπολίτευση, η Κατοχή και η Αντίσταση, η ιστορία των ελληνικών χρεοκοπιών αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα τους βασικούς τόπους γύρω από τους οποίους συναρθρώθηκαν οι χρήσεις του παρελθόντος με τις επιδιώξεις του παρόντος και τους σχεδιασμούς του μέλλοντος. Κατόπιν των πρόσφατων εξελίξεων όμως με τον παρ’ ολίγον εορτασμό της μεταξικής δικτατορίας στην Καλαμάτα, επιβάλλεται να σκεφτούμε εντατικότερα το περιεχόμενο και τις στοχεύσεις ορισμένων θεωρήσεων του παρελθόντος.
Η απόπειρα της αποκατάστασης του Ι. Μεταξά και του καθεστώτος του αποτελεί τμήμα αλλά και κορύφωση μιας ευρύτερης πολιτικής διαχείρισης της ιστορίας και της μνήμης, η οποία αντλεί το υλικό και τις ερμηνείες της από το οπλοστάσιο της εμφυλιοπολεμικής κουλτούρας αλλά και του αντικομμουνισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τον Μεσοπόλεμο και εξής στη χώρα μας. Δίπλα σε αυτό το «βαρύ πυροβολικό» της «εθνικόφρονος ιστορίας» στέκεται επάξια η κληρονομιά του αντικοινοβουλευτισμού, της κριτικής στις αδυναμίες των δημοκρατιών και της αίσθησης της «πολιτισμικής κρίσης» σε συνδυασμό με τις κατ’ όνομααντι-ελιτίστικες ρητορικές που αποκρυσταλλώθηκαν κυρίως στον χώρο της ριζοσπαστικής Δεξιάς στον 20ό αιώνα.
Αν όμως η ακροδεξιά καταγωγή είναι σχετικά εύκολα ορατή και ανιχνεύσιμη σε αυτές τις ιστορικές ερμηνείες, η επιρροή και η εμβέλειά τους δεν θα πρέπει να θεωρείται εξ ορισμού περιορισμένη στον συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό χώρο. Η συναρμογή νεο-φιλελεύθερων οικονομικών αντιλήψεων με αυταρχικές πολιτικές θέσεις διαμορφώνεται σταδιακά. Η έλξη των μοντέλων του πολιτικού αυταρχισμού και της ισχυρής, συγκεντρωτικής εξουσίας διαπερνά τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο και ενδυναμώνεται μέσα στον διάχυτο –και για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας δικαιολογημένο –θυμό και πεσιμισμό που γεννά η κρίση αλλά και σε συνδυασμό με παγιωμένες αντιλήψεις για το ελληνικό έθνος και την κοινωνία.
Ας μη βιαστούμε να κατατάξουμε τις τελευταίες αποκλειστικά στο πεδίο της παλαιάςή νέας κοπής Δεξιάς, πολύ δε περισσότερο της Ακροδεξιάς. Στην μετα-δικτατορική Ελλάδα, η ιδέα ενός «ανάδελφου» και «αγωνιζόμενου» έθνους αποτυπώθηκε σε διαφορετικούς πολιτικούς λόγους ενώ περιβλήθηκε επίσης «αριστερόστροφα» χαρακτηριστικά, κυρίως στις δύο πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα που «ανήκει στους Ελληνες» δεν ήταν μόνο η χώρα του «αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα» της πρώτης μετα-δικτατορικής περιόδου. Δίπλα στο «αντι-ιμπεριαλιστικό έθνος» και στην «αντιστασιακή κοινωνία» του συγκροτήθηκε σταδιακά η ατζέντα μιας κανονιστικής ελληνικότητας, δομικά αντινομικής όχι πια μόνο με την «επάρατο Δεξιά» αλλά και με την«επάρατο παγκοσμιοποίηση». Αν στα χρόνια της ευμάρειας, αυτή η τάση αποκρυσταλλώθηκε αρχικά στον ποπ εθνικισμό της Εurovision και τωνευρω-κυπέλλων, ας μην ξεχνάμε ότι οι ελληνο-αλβανικές ποδοσφαιρικές συγκρούσεις του 2004 κατέληξαν σε μια δολοφονία. Και ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι πρόσφατες εκδηλώσεις «λεβέντικης χλιδαντίστασης» στα πάλαι ποτέ λαμπερά θέρετρα της νεο-πλουτίστικης ελληνικής φούσκας καθόλου δεν φαίνεται να αφίστανται τελικά του εθνικιστικού, μισαλλόδοξου, ρατσιστικού και σεξιστικού λόγου που σε ορισμένες περιπτώσεις, ελαφρά τη καρδία, χρεώνουμε στην Ακροδεξιά.
Εν κατακλείδι: στη σύγχρονη «μιντιακή οικολογία», η αρνητική διαφήμιση –ακόμη και του ακροδεξιού και φασιστικού λόγου –είναιεν τέλει δι-α-φή-μι-ση. Στη «σπείρα της διεύρυνσης» του μηνύματος, όπως θα έλεγαν και οι θεωρητικοί του είδους, οι ακροδεξιές συνθηματολογίες αποκωδικοποιούνται συνδιαλεγόμενες με εμπεδωμένες αντιλήψεις ενώ παράλληλα τις ανασημασιοδοτούν. Οι επιστροφές της ιστορίας ενισχύουν αυτή τη διαδικασία. Η μέχρι πρότινος εμβληματική θέση του ελληνικού «όχι» στον αγώνα κατά του φασισμού αποσταθεροποιείται ενώ ο Ι. Μεταξάς αναδεικνύεται σε κεντρικό πρωταγωνιστή της αντίστασης στην «ξένη επιβουλή».Η εκ των υστέρων δαιμονοποίηση του ήδη προβεβλημένου λόγου περισσότερο συμβάλλει στη φετιχοποίησή του. Αν «περνάει ο φασισμός» στη χώρα μας σήμερα, θα ήταν ίσως σκόπιμο να συνεξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι υλικές επιπτώσεις της κρίσης, οι κανονιστικές αντιλήψεις για την ελληνική εθνική ταυτότητα, οι χλιαρές αντιδράσεις κυρίαρχων πολιτικών χώρων απέναντί του και οι αμφιλεγόμενεςμιντιακές κατασκευές του συναρθρώνονται και συμβάλλουν εν τέλει στην προβολή και νομιμοποίησή του.
Η κυρία Εφη Γαζήείναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ