Ενας 33χρονος φίλος επιμένει ότι δεν ανήκει επ’ ουδενί στη λεγόμενη «μπούμερανγκ γενιά» της οικονομικής κρίσης. Σε αυτούς, δηλαδή, που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ακροποδητί (από ντροπή και από οργή) στο πατρικό σπίτι. «Ακόμη και αν έμενα άνεργος, θα εξαντλούσα όλες τις άλλες λύσεις (διαμέρισμα 20 τ.μ., συγκατοίκηση κ.ο.κ.) προτού επιλέξω να γυρίσω να μείνω ξανά με τους γονείς μου» μου εξομολογούνταν τις προάλλες με περισσό πάθος. Αυτό, βεβαίως, δεν τον εμποδίζει να ανήκει στην προ κρίσης «μπούμερανγκ γενιά», σε εκείνους, δηλαδή, που δεν «έφυγαν» πραγματικά ποτέ: «Οχι, πλυντήριο δεν έχω πάρει. Και έχω ιδεολογία πάνω σε αυτό. Είναι ένας τρόπος να μη διαρραγεί ο δεσμός με τη μάνα μου, να νιώθει και εκείνη ότι κάτι προσφέρει ακόμη. Της πάω κάθε τόσο έναν μπόγο άπλυτα ρούχα και ύστερα πηγαίνω και τα παραλαμβάνω φρεσκοσιδερωμένα. Μάλιστα, κάποιες φορές βαριέμαι και να τα βάλω στην ντουλάπα!».

Τελικά, ίσως η οικονομική κρίση να ήταν το ηχηρότερο ράπισμα για τους γονείς του ευρωπαϊκού Νότου. Είναι αυτό που λένε «πρόσεχε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να βγει αληθινό». Η μάνα που περιμένει μέσα στο ψυγείο τον γιόκα να του παραδώσει τη φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα (όπως στη γνωστή τηλεοπτική διαφήμιση) έχει αρχίσει να αναδιπλώνεται. Ιδιαίτερα όταν ο γιόκας είναι άνεργος, έχει στεγαστικό, κοιλιά και νευρώσεις ενηλίκου καθώς και δικό του παιδί που τον άλλο μήνα δίνει εξετάσεις για το Lower. Σύμφωνα με έρευνα του «Spiegel», ήδη από το 2011 το 50% των νέων (ηλικίας 25-35 ετών) στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη Σλοβακία και στη Μάλτα εξακολουθούσαν να μένουν μαζί με τους γονείς τους. Ορδές, βέβαια, πλέον και αυτοί που επέστρεψαν. Κάποιοι, μάλιστα, με σύζυγο και με παιδιά. Θυμάμαι ένα ρεπορτάζ που διάβασα προ μηνών στην ισπανική «El País». Δυστυχείς συνταξιούχοι περιέγραφαν το δράμα τους. Μέχρι πρότινος θαλερά γεροντάκια που έχοντας δουλέψει και έχοντας μεγαλώσει τα παιδιά τους – έχοντας, δηλαδή, ολοκληρώσει τις αγγαρείες που τους αναλογούν σε αυτή τη ζωή – είναι έτοιμοι να ξεκουραστούν και να απολαύσουν τα λίγα χρόνια πριν από το αναπόφευκτο τέλος, βλέπουν τα παιδιά (και τα εγγόνια) τους να επιστρέφουν στην πατρική φωλιά για να τσιμπολογήσουν ό,τι μπορούν από τη λιπόσαρκη σύνταξη. Ακριβώς το αντίθετο από τις παλιές γενιές. Αντί να σου φορτώνονται οι «γέροι» σου, «κατσικώνεσαι» εσύ επ’ άπειρον στη madre.

Αλλά και στις ΗΠΑ υπάρχει σήμερα «μπούμερανγκ γενιά». Μοιάζουν αρκετά με τους «χλιδάνεργους» που αφθονούσαν κάποτε και εδώ. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2012 η φίλα προσκείμενη στους Ρεπουμπλικανούς ομάδα American Crossroads τούς χρησιμοποίησε σε ένα δηλητηριώδες πολιτικό σποτάκι. Το μήνυμά του συνοψιζόταν ως εξής: Εντάξει, δείχνει τόσο «cool» ο Μπαράκ Ομπάμα, έχει και καλή φωνή όταν πιάνει το μικρόφωνο, αλλά έπειτα από μία τετραετία προεδρίας του ένα 85% των απόφοιτων των αμερικανικών πανεπιστημίων γυρνούν στο σπίτι των γονιών τους. Και δεν είναι μόνο τα απόνερα της οικονομικής κρίσης. Είναι και η «λουσάτη» παραίτηση.
Οπως έγραφε τότε χαρακτηριστικά το «Forbes», τα τέκνα της καλοζωισμένης Γενιάς Υ
«μεγαλώνουν πιστεύοντας ότι είναι ξεχωριστά, ταλαντούχα και μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν, και όταν αυτό τελικά δεν τους “βγαίνει”, βουτούν εύκολα στη χρόνια απογοήτευση και στην απελπισία. Στην ουσία, το όλο θέμα συνίσταται στο ότι αφού δεν μπορούν να έχουν ακριβώς αυτό που θέλουν, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να προσπαθήσουν». Και σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού η επιστροφή βιώνεται τραυματικά. Ξέρεις τι είναι να έχεις τελειώσει Βιοπληροφορική στο Γέιλ και να ξυπνάς κάθε πρωί στο παιδικό σου δωμάτιο με τους τεράστιους, λούτρινους αρκούδους και τον υπέργηρο πατέρα σου να σέρνει δίπλα την παντόφλα;

Η ελληνική οικογένεια της κρίσης προσπαθεί να επιβιώσει από τις απανωτές «μπούμερανγκ γενιές» που μοιάζουν να συνθλίβουν η μία την άλλη. Παιδιά που μόλις τελείωσαν το πανεπιστήμιο, αλλά αδυνατούν να βρουν δουλειά και αυτονομία, παιδιά-μεσήλικοι που μένουν μαζί με τους γονείς ή τα πεθερικά, παιδιά που διατείνονται ότι είναι οικονομικά και συναισθηματικά ανεξάρτητα, αλλά θα αποζητούν εις το διηνεκές το μαλακτικό και τη γλυκιά χειραγώγηση της μαμάς.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Αυγούστου 2013