Το ζήτημα των σχέσεων «μερών» και «όλου» και των διαδοχικών δακτυλίων που το συνθέτουν είναι ευρύτερο. Γενικότερα, πώς αντιμετωπίζεται ο «ξένος» των ημερών μας; Ακριβώς τώρα που στην Ευρωπαϊκή Ενωση δραστηριοποιούνται ρατσιστικά κόμματα ή επιρρεπή στη ρατσιστική δημαγωγία, ψηφίζονται αυστηρότερα μέτρα ελέγχου των υποψηφίων μεταναστών, διευκολύνονται πρακτικές ελαστικότητας στην προσφορά εργασίας, με εποχικές και ανθυγιεινές ασχολίες, που επιφέρουν τη φθηνή αναπαραγωγή των εργαζομένων/ απασχολουμένων και ενθαρρύνουν τον διαχωρισμό τους με φυλετικά κριτήρια.
O «ρατσισμός» λοιπόν ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» ή απλώς τη «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και «ξενοφοβίας» που συνεπάγεται την αδιάπτωτη εχθρότητα προς τους ξενοφερμένους. Βέβαια τα «praejudicia», ό,τι δηλαδή είναι πριν από κάθε λογική κρίση και από κάθε θεσμό δικαίου, εκπορεύονται και διαχέονται με το «ζεστό» και με το «κρύο» του ίδιου κρουνού: «εκ των άνω», ως στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας ή ως δραστικό της υποσύνολο, με την επενέργεια «διανοουμένων», γνωστών και μη εξαιρετέων, και «εκ των κάτω», στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης.
Κάθε μορφή εξουσίας για να μπορεί να οικοδομεί συγκεκριμένες σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζομένων εφαρμόζει τη γνώριμη ιστορικά αρχή: «cujus regio, ejus classificatio». Ετσι οποιαδήποτε μορφή ταξινόμησης, που εξαιρεί προς τα πάνω τους εξουσιαστές και προς τα κάτω συνωθεί τους εξουσιαζόμενους, προσδιορίζει κοινωνικά κάθε λογής ρατσισμό, παλαιότερο και σύγχρονο.
Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός βέβαια είχε περιορισθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω μιας συνταγματικής αποφόρτισης και συνάμα είχε υποστεί μια ορισμένη μεταλλαγή. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο η γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες, η απόπειρα απώθησης του «Ολοκαυτώματος» και η ευρεία θέσπιση μέτρων για την κατοχύρωση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Γι’ αυτό γίνεται λόγος για «νεορατσισμό», μια και έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη «φυλή» για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές λόγου χάρη γλωσσών, εθίμων, θρησκειών, νοοτροπιών κ.λπ. απετέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά» και επομένως το προπύργιο της διαφύλαξης των «ταυτοτήτων».
Ο εκ των κάτω φιλτραρισμένος ρατσισμός είναι αείζωος. Και τούτο γιατί διακινείται στο πεδίο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης. Εχει βέβαια ένα ημι-θεσμικό υπόβαθρο και εξακτινώνεται στο σύνολο των διακρίσεων που ενυπάρχουν στη δουλειά, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη, στην ασφάλιση. Με δυο λόγια, ό,τι συγκροτεί το αδιαπέραστο πλέγμα των κοινωνικών ανισοτήτων και της ομότροπης καταπίεσης.
Ετσι, «φυλή» και «πολιτισμός» μέσα απ’ όλες τις μορφές αντιμεταχώρησης και αναγωγής τους αντιστοίχως στο σύνολο του «λαού», με όσα αυταρχικά μέτρα τούτο συνεπάγεται, περιβάλλουν και νομιμοποιούν τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής και ετερόνομης κοινωνίας. Κάθε μορφή ταξινόμησης, που φαίνεται να εξαιρεί προς τα «πάνω» τους εξουσιαστές και προς τα «κάτω» να συνωθεί τους εξουσιαζόμενους, προσδιορίζει κοινωνικά κάθε λογής ρατσισμό, «παλαιότερο» και «σύγχρονο».
Ας επιμείνω σε ένα παράδειγμα: τη θεματοποίηση του «Ολοκαυτώματος» που λειτουργεί ως δραστικό συγκείμενο, ιδίως στις Ενωμένες Πολιτείες, με κορύφωση την ίδρυση (Washington, Απρίλιος 1993) του United States Holocaust Memorial Museum. Ως προς το «Ολοκαύτωμα» των Εβραίων της Ευρώπης από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς συγκλίνουν τουλάχιστον τρεις «επεξεργασίες»: κράτος του Ισραήλ, Bundes Republik Deutschland, Ενωμένες Πολιτείες. Δηλαδή τοπική ισχύς στο κέντρο σειράς αραβικών κρατών, απενοχοποίηση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και διεθνής ηγεμονία στο όνομα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», χωρίς βέβαια να εκτιμάται ως αμελητέα η δραστική παρουσία του εβραϊκού lobby και η τουριστική αξιοποίηση ήχου (όπως το μουσικό φεστιβάλ «Gegen das Vergessen») και θεάματος (ως «American Jewish Tourism» στο Auschwitz, άσχετα αν στον ίδιο χώρο υπήρξε επίσης γενοκτονία Τσιγγάνων, ομοφυλόφιλων, κομμουνιστών και οπαδών θρησκευτικών αιρέσεων).
Οσο για τους «αρνητές» του «Ολοκαυτώματος», ιδίως από την πλευρά των φωνασκών της εγχώριας νεοναζιστικής οργάνωσης, επιβάλλεται προφανώς να ληφθεί υπόψη η διογκούμενη οικονομική κρίση που αφορά κατευθείαν τα «χαμηλά» και τα «μεσαία» κοινωνικά στρώματα, η συνεχής απαξίωση του «πολιτικού συστήματος» και η διεύρυνση των διόδων επικοινωνίας κρατικής εξουσίας ως «καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης» και «παρακρατικών» μηχανισμών. Στο τρίπτυχο αυτό βρίσκεται κυρίως και η δυνατότητα επαρκούς ανάσχεσης της μνημονευθείσας οργάνωσης.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ