Ας επιτραπεί σήμερα μία αναφορά σε πρώτο πρόσωπο, καθώς δεν γίνεται αλλιώς: πρόκειται περί πρωτογενούς μαρτυρίας. Δεν ήμουν παρών ώστε να γνωρίζω τι ακριβώς συνέβη στο επεισόδιο που ξέσπασε μεταξύ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα και του Γερμανού δημοσιογράφου της FAZ Μίχαελ Μάρτενς, όταν ο πρώτος έδιωξε τον δεύτερο από το γραφείο του κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης. Ημουν όμως παρών σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 2012, στο Ιδρυμα Καραμανλή, ως ένας εκ των ομιλητών, μαζί με τον Γερμανό συνάδελφο. Και υπάρχουν δύο σημεία τα οποία πρέπει να αναφερθούν από εκείνη την εκδήλωση – το σχετικό βίντεο προς πιστοποίησή τους βρίσκεται ολόκληρο διαθέσιμο στο διαδίκτυο και είναι πολύ εύκολο να το δει ο οποιοσδήποτε επιθυμεί.

Το πρώτο σημείο ήταν όταν μετά το τέλος της ομιλίας μου, στην οποία αναφέρθηκα στη γερμανική Ευρώπη που χτίζει το Βερολίνο, ο Γερμανός συνάδελφος έλαβε το λόγο για να διαψεύσει κατηγορηματικά ένα συγκεκριμένο σημείο της: τη θέση ότι η Γερμανία ήταν εκείνη που επέβαλε την εμπλοκή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα «σωτηρίας». Η διάψευση ήρθε με τόσο αποφασιστικό – και αυτόκλητο – τρόπο που δημιούργησε εύλογα σε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου (πολλοί ήταν οι παρόντες και το θυμούνται) την εντύπωση ότι το Βερολίνο ουδεμία σχέση είχε με την εν λόγω εμπλοκή, ότι αυτή η αναφορά ήταν αυθαίρετη και παντελώς λανθασμένη…

Ηταν ένα σοκ: το να αμφισβητείται κάτι με αυτό τον τρόπο, μπροστά σε ακροατήριο και με απολυτότητα, ενώ ήταν γνωστό σε οποιονδήποτε είχε παρακολουθήσει με στοιχειώδη επάρκεια την πορεία των πραγμάτων είναι κάτι, αν μη τι άλλο, παράδοξο… Ευτυχώς, η τεχνολογία έδωσε επί τόπου τη λύση: στο διαδίκτυο ήταν διαθέσιμες πλήθος δηλώσεις της Γερμανίδας Καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ εκείνης της εποχής, των αρχών του 2010, με τις οποίες δήλωνε, πριν κλείσουν οι συμφωνίες, ότι αυτές δεν θα προχωρήσουν αν δεν εμπλακεί το ΔΝΤ και, αμέσως μετά, ότι θεωρούσε αυτή την εμπλοκή προσωπική της επιτυχία – ακόμα και σε συνέντευξή της στη γαλλική Μοντ είπε ακριβώς αυτό. Βρέθηκαν επί τόπου, παρουσιάστηκαν την ίδια στιγμή, αλλά, έστω κάποια αυτοκριτική για το ολίσθημα δεν ακούστηκε…

Ολα αυτά, επίσης μπορεί να τα βρει ακόμα και σήμερα κανείς πολύ εύκολα στο διαδίκτυο, κάτι που έχει διπλό ενδιαφέρον αν συνυπολογιστεί ότι σήμερα οι Γερμανοί, δια στόματος Σόιμπλε και όχι μόνον, έχουν εκφράσει πια τη θέση ότι το ΔΝΤ πρέπει να φύγει από την Ευρώπη, στην οποίο οι ίδιοι το έφεραν όταν αυτό τους εξυπηρετούσε. Τώρα, απλώς δεν τους εξυπηρετεί πια.

Το δεύτερο σημείο, αφορά τις κρίσεις που έγιναν εκείνη την ημέρα από τον κ. Μάρτενς για τον κ. Τσίπρα, όπως, λ.χ. η άποψή του ότι «…αν ρωτήσεις 5 οικονομολόγους θα έχεις έξι απόψεις και πάντα θα βρεις έναν οικονομολόγο να παρουσιάσει ως εύλογο οτιδήποτε, ακόμα και ο κ. Τσίπρας πιθανότητα θα βρει ακαδημαϊκούς που θα βρουν τις ιδέες του λογικές, ίσως όχι στην Ευρώπη, αλλά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας ή της Πιονγκ Γιανγκ, θα βρει ανθρώπους που πιστεύουν ότι έχει μια λογική οικονομική πολιτική». Λίγο πριν, είχε εκφραστεί εκεί και η άποψη ότι ακόμα κι αν σε μισούν 11 εκατομμύρια στην Ευρώπη, μπορείς ακόμα να τα καταφέρεις…

Παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται, οι δημοσιογράφοι, όταν η δουλειά τους δεν είναι απλώς να μεταδίδουν ένα ρεπορτάζ που είναι πάντοτε καθήκον να το πράττουν «ξερά», αλλά εκφράζουν θέσεις αρθρογραφώντας ή μιλώντας σε κοινό, οφείλουν, πρέπει να έχουν άποψη και να αναλαμβάνουν την ευθύνη της. Αλλά οφείλουν επίσης να τη στηρίζουν σε γεγονότα. Οφείλουν να γνωρίζουν για τι μιλούν, ειδικά όταν κάνουν κριτικές παρεμβάσεις σε λεχθέντα άλλων. Το ίδιο συμβαίνει όταν σε σχετικά ζητήματα υπάρχουν και μιλούν ο Κρούγκμαν, στον οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μάρτενς, ή ο Στίγκλιτς και πλήθος άλλοι διεθνούς εμβέλειας οικονομολόγοι που λένε εδώ και τέσσερα χρόνια πράγματα μη αρεστά στη γερμανική πολιτική και που, τελευταία φορά που το είχα κοιτάξει, δεν δίδασκαν στη Βόρεια Κορέα…

Επίσης, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται τους θεσμούς και τα πρόσωπα που τους εκφράζουν, είτε τους αρέσουν είτε όχι, ακόμα περισσότερο όταν μιλούν για άλλες χώρες και άλλους λαούς που βιώνουν μάλιστα τέτοιου είδους κρίσεις, στις οποίες δε οι χώρες τους διαδραματίζουν, αν μη τι άλλο, λίαν αμφιλεγόμενο ρόλο. Και πάντως, όταν δεν το κάνουν, πρέπει τουλάχιστον να το δηλώνουν και να το παραδέχονται… Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με τον κ. Τσίπρα ή όποιον άλλο πολιτικό. Εχει να κάνει με το σεβασμό σε ένα τόπο και στο πολίτευμά του. Γιατί αν θέλει να είναι κανείς σκωπτικός με τέτοιου είδους τρόπο, είναι πάρα πολλά αυτά που μπορεί να πει για πολλούς στη γερμανική πολιτική σκηνή, κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει και, τουλάχιστον ο υπογράφον ουδέποτε έπραξε…

Τέλος, μια κάποια ευθυκρισία δεν βλάπτει: έστω και υπό τύπον αστεισμού, αν πρόκειται περί αυτού, πρέπει να αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν ένα πρόσωπο είναι «μισητό» από 11 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη – αν υποτεθεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο – ε, ίσως, τελικά, με την πολιτική που αυτό το πρόσωπο ασκεί είναι που κάτι δεν πάει καλά… Και τα 11 αυτά εκατομμύρια, που ίσως πια είναι, αν είναι, πολύ περισσότερα, οφείλει ο καθένας μας να τα σέβεται… Γιατί ίσως αυτό πια δεν είναι Ευρώπη, αλλά κάτι εντελώς άλλο…