Ημέρα μνήμης και προβληματισμού η σημερινή δεν αντέχει μεγάλα λόγια, αφορισμούς και εύκολα «μπράβο» – αρκεί η σημειολογία για να τα κάνει κομμάτια.
Στην Ελλάδα του 2013, η Χρυσή Αυγή επιλέγει να οργανώσει ένα ακόμα «συσσίτιο μίσους», ακριβώς την ημέρα της 39ης επετείου από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Και φωνάζει «μόνο για Έλληνες», επαναφέροντας από τα σκοτάδια της Ιστορίας – το ίδιο χυδαία, αλλά περισσότερο κυνικά – τη ρητορεία των προπατόρων της περί «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών».
Συνηθίσαμε, όμως, σε αυτού τους είδους την ανατριχίλα. Το περιμέναμε, μετά μάλιστα και την «πόρτα» που έφαγαν στην Καλαμάτα για την επόμενη… πανήγυριν, τους εορτασμούς που ετοίμαζαν για την επέτειο της 4ης Αυγούστου.
Ο δήμαρχος Αθηναίων αντέδρασε άμεσα και διαμήνυσε – σωστά – ότι δεν μπορεί να ανεχθεί στην πόλη του φασιστικές προκλήσεις, όχι μόνο μια τέτοια μέρα, αλλά κάθε μέρα. Έπειτα ο Γιώργος Καμίνης κάλεσε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης να λάβει μέτρα και ο Νίκος Δένδιας, ανταποκρινόμενος, προειδοποίησε: «Οι «φιλεύσπλαχνοι» νεοναζί θα κληθούν να εξαντλήσουν αλλού τον «φιλανθρωπικό» οίστρο τους». Οι δηλώσεις ικανοποίησαν, η Πολιτεία αντέδρασε, αλλά ο δρόμος είχε ανοίξει και η ανατριχίλα περίμενε στη γωνία.

Λίγες ώρες μετά τη δήλωση Δένδια, δόθηκε στη δημοσιότητα ανακοίνωση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής, που απαγόρευε «για λόγους δημόσιας ασφάλειας» τις συναθροίσεις –πορείες στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Αττικής, όπου είχε προγραμματίσει το ρατσιστικό της συσσίτιο η Χρυσή Αυγή.
Αναγκαίο κακό θα πουν πολλοί, αλλά να τι κατάφερε η Χρυσή Αυγή (που… σεβόμενη, βεβαίως, την αστυνομική διαταγή αποφάσισε μέσα σε λίγα λεπτά αντί για την πλατεία Αττικής να κάνει τη διανομή των τροφίμων για Έλληνες, από τα γραφεία της). Την ημέρα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας να εκδίδεται μια διαταγή, όμοια μ’ αυτές που έβγαζε και το ανώμαλο καθεστώς της 21ης Απριλίου που την κατέλυσε. Αυτή κι αν είναι ανατριχίλα.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ανάλογες διαταγές είχαν εκδοθεί ξανά πρόσφατα, κατά τις επισκέψεις της καγκελαρίου της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ και του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και τότε, όπως συνήθως συμβαίνει, άφησαν τους περισσότερους αδιάφορους, αν δεν θεωρήθηκαν και αναγκαίες. Αλλά σήμερα;