Η 24η Ιουλίου είναι μία από τις κρίσιμες ημέρες της νέας ελληνικής ιστορίας: όχι μόνον γιατί είναι η ημέρα της επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι το 1974 και η αρχή της Μεταπολίτευσης, αλλά και επειδή είναι η ημέρα που πριν από 90 χρόνια, το 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραφε την «Εντιμον ειρήνη» με την Τουρκία, τη Συνθήκη της Λωζάννης. Είναι η επέτειος των μεταβολών που ήρθαν μετά από δύο εθνικές ήττες.

Το πιο ενδιαφέρον κοινό στοιχείο των δύο αυτών καθοριστικών ιστορικών γεγονότων είναι η άμεση διασύνδεση των εσωτερικών πολιτικών μεταβολών με τις δύο μεγάλες εθνικές καταστροφές του ελληνισμού κατά τον 20ο αιώνα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στην εκ νέου «επιστράτευση» του Βενιζέλου, που είχε «παροπλιστεί» μετά τις εκλογές του ’20, ως εθνικού διαπραγματευτή στη Λωζάννη για να περισώσει ότι μπορούσε από τα ερείπια της Ελλάδας. Μισό αιώνα αργότερα, η τραγωδία της Κύπρου οδήγησε στην επιστροφή του Καραμανλή από το Παρίσι, επίσης για να περισώσει ότι μπορούσε, και πάλι από τα ερείπια της Ελλάδας.

Σε αυτές τις δύο οριακές ιστορικές στιγμές, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες μικρότερης ή ίσης σημασίας, φάνηκε ξεκάθαρα η ιδιοτυπία του ελληνικού φαινομένου: η άμεση συνάρτηση των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων με τη διεθνή πολιτική και τη θέση της χώρας σε αυτή. Τόσο στη Συνθήκη της Λωζάννης όσο και στην Μεταπολίτευση του ’74 φτάσαμε έπειτα από τραγωδίες για την οποίες η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως την ίδια την Ελλάδα και συναρτάται ευθέως με τις γεωπολιτικές επιλογές της.

Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι άμεσο αποτέλεσμα της διεθνούς απομόνωσης της χώρας από τους παλαιούς συμμάχους της μετά την πτώση του Βενιζέλου και την επικράτηση μιας ανόητης, εξωπραγματικής και τελικά απολύτως αντεθνικής πολιτικής που όμως δεν φάνηκε μόνον εκ του αποτελέσματος αλλά τα σημάδια της ήταν σαφή ήδη από το καλοκαίρι του 1921 – κι όμως η απερίσκεπτη πολιτική ηγεσία της εποχής δεν μπορούσε να τα δει, παρά το γεγονός ότι πολλές ήταν οι φωνές που μιλούσαν για τον μεγάλο κίνδυνο, μία εξ αυτών, από τις πλέον ισχυρές, κι εκείνη αυτής της εφημερίδας, του Ελευθέρου Βήματος.

Το ίδιο λάθος της απομόνωσης της Ελλάδας από τις δυτικές συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις επαναλήφθηκε με άλλους όρους και με άλλο τρόπο και το 1974: ένα χρόνο πριν, ο δικτάτωρ Παπαδόπουλος, ο οποίος εν μέσω προφανούς παράνοιας είχε πλέον συγκεντρώσει στο πρόσωπό του σχεδόν όλα τα κεντρικά αξιώματα στη χώρα, την οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή κάνοντας το ίδιο ανιστόρητο λάθος: φέρνοντας την Ελλάδα σε γεωπολιτική αντίθεση με τη Δύση, όταν απαγόρευε τη χρήση του ελληνικού χώρου στα αμερικανικά βομβαρδιστικά που έσπευδαν από την Αγγλία να βοηθήσουν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Παπαδόπουλος έπεφτε με το Πολυτεχνείο, ενώ, μερικούς μήνες αργότερα, η Κύπρος και η Ελλάδα πλήρωναν, υπό την προδοσία Ιωαννίδη, το βαρύ κόστος των επιλογών των δικτατόρων στην Κύπρο, όταν δεν υπήρχε κανείς που να ενδιαφέρεται να σταματήσει τον Αττίλα – κάτι που είχε συμβεί ακριβώς δέκα χρόνια πριν, το 1964…

Οι δύο μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές του ελληνισμού στον 20ο αιώνα έχουν λοιπόν ξεκάθαρη και απτή, οργανική μεταξύ τους «διασύνδεση», υπό την έννοια ότι υπήρξαν αποτελέσματα της ίδια πολιτικής, υπό διαφορετικές συνθήκες και σε άλλες εποχές: την απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση. Εχουν δηλαδή κοινές τις αιτίες, σε μία χώρα που όποτε συνδέθηκε με τα δυτικά συμφέροντα μεγάλωσε και ισχυροποιήθηκε και όποτε ήρθε σε αντίθεση με αυτά, πλήρωσε εθνικό κόστος…