Το Βήμα, The Project Syndicate
Καθώς πλησιάζει η 100ή επέτειος από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, πολιτικοί και σχολιαστές εμφανίζονται ανήσυχοι για το πόσο εύθραυστο είναι το σημερινό πολιτικό και οικονομικό στερέωμα. Πράγματι, ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και μέχρι πρότινος επικεφαλής του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόσφατα υποστήριξε ότι η αυξανόμενη πόλωση μεταξύ της βόρειας και νότιας Ευρώπης, έχει στείλει την ήπειρο έναν αιώνα πίσω.
Τα μαθήματα του 1914 δεν αφορούν μόνο στους κινδύνους των εθνικών εχθροτήτων. Οι ρίζες του Μεγάλου Πολέμου περιλαμβάνουν ένα εντυπωσιακό προηγούμενο γύρω από το πώς η οικονομική παγκοσμιοποίηση μπορεί να γίνει το ισοδύναμο των εθνικών εξοπλιστικών ανταγωνισμών και επομένως να αυξήσει την ευθραυστότητα της διεθνούς τάξης. Το 1907, μία μεγάλη οικονομική κρίση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, επηρέασε τον υπόλοιπο κόσμο και κατέστησε εμφανή την ευπάθεια ολόκληρου του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Η απάντηση στη τρέχουσα οικονομική κρίση παρουσιάζει παρόμοια δυναμική.
Ο απόηχος του 1907 οδήγησε την ηγεμονική δύναμη της εποχής – τη Βρετανία – να στοχάζεται ως προς το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την οικονομική της επιρροή προκειμένου να ενισχύσει τις στρατηγικές της ικανότητες εν γένει. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Νίκολας Λάμπερτ, στο βιβλίο του Planning Armageddon (Σχεδιάζοντας τον Αρμαγεδώνα), στο οποίο μελετά τον βρετανικό οικονομικό σχεδιασμό και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λάμπερτ γράφει για το πώς, με ένα μεγάλο στρατηγικό στοίχημα, η Βρετανία άρχισε να παντρεύει την στρατιωτική -και κυρίως ναυτική – της κυριαρχία με την παγκόσμια οικονομική της πρωτοκαθεδρία.
Μεταξύ του 1905 και του 1908 η Βρετανία ανέπτυξε ένα σχέδιο οικονομικού πολέμου ενάντια στην ανερχόμενη δύναμη της Ευρώπης, τη Γερμανία. Ο οικονομικός πόλεμος, αν εφαρμοζόταν στον μέγιστο βαθμό του, θα κατέστρεφε το οικονομικό σύστημα της Γερμανίας και επομένως θα την υποχρέωνε να παραιτηθεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Όταν οι Βρετανοί ήρθαν αντιμέτωποι με έναν εχθρό που είχε τη μορφή της Γερμανίας του Κάιζερ, κατάλαβαν το πώς η ισχύς ευδοκιμεί σε περιόδους οικονομικής αστάθειας.
Η προ του 1914 Βρετανία ήταν υπεύθυνη για την απαρχή της συνεργασίας δημόσιου – ιδιωτικού τομέα που σήμερα, για παράδειγμα, συνδέει εταιρείες όπως η Google, η Apple και η Verizon με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Το παγκόσμιο εμπόριο περνούσε από τις τράπεζες του Λονδίνου: αυτά τα οικονομικά δίκτυα προσέφεραν τις πληροφορίες που επέτρεψαν στη βρετανική κυβέρνηση να ανακαλύψει τις στρατηγικές αδυναμίες της αντίπαλης συμμαχίας. Κάποιες από τις δυναμικές της προ του 1914 οικονομικής τάξης επανεμφανίζονται σήμερα. Η γεωπολιτική εισβάλει στη τραπεζική πρακτική.
Οι ρωσικές τράπεζες προσπαθούν να επενδύσουν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Οι κινεζικές τράπεζες διευρύνουν τον ρόλο τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Πολλές χώρες έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν τον οικονομικό προστατευτισμό ως μέσο ενίσχυσης της πολιτικής τους ισχύος. Το επόμενο βήμα σε αυτή τη λογική θα είναι να σκεφτούμε το πώς η οικονομική ισχύς μπορεί να μετατραπεί σε εθνικό πλεονέκτημα σε περίπτωση διπλωματικής σύγκρουσης.
Οι κυρώσεις είναι ρουτίνα (και όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες) σε περιπτώσεις άσκησης πίεσης σε κράτη όπως το Ιράν και η Βόρειος Κορέα. Αλλά η οικονομική πίεση μπορεί να είναι πολύ πιο αποτελεσματική όταν εφαρμόζεται σε κράτη που είναι πιο ενσωματωμένα στην παγκόσμια οικονομία.
Το 1907, στο ξεκίνημα μίας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που παραλίγο προκάλεσε παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, αρκετές χώρες άρχισαν να αντιμετωπίζουν την οικονομία ως ένα όργανο «ακατέργαστης» ισχύος που μπορούσε και έπρεπε να μεταφραστεί σε εθνικό πλεονέκτημα. Αυτή η λογική έφερε τον πόλεμο του 1914. Έναν αιώνα αργότερα, το 2007 – 2008, ο κόσμος βίωσε ένα ακόμη μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό σοκ, και τα εθνικιστικά πάθη άναψαν. Οι καταστροφικές στρατηγικές μπορεί να μην βρίσκονται μακριά.

*Ο Harold James είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον στις Ηνωμένες Πολιτείες και ειδικός στη γερμανική οικονομική ιστορία