Με αφορμή μια άκαιρη επίθεση στελέχους της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της μνήμης του Ανδρέα Παπανδρέου ανάψανε ξανά, ύστερα από καιρό, τα αίματα και τα μέσα ενημέρωσης καλύφθηκαν με εμπεριστατωμένες ή παθιασμένες τοποθετήσεις γύρω από το ζήτημα.
Συμπέρασμα πρώτο και δεδομένο, που προκύπτει από αυτή τη συζήτηση, είναι ότι ο δικομματισμός ζει και βασιλεύει, παρά τη συνεργασία των κομμάτων, που ιστορικά και λογικά αντιπροσωπεύουν τους δύο αντιμαχόμενους πόλους.
Ευτυχώς, θα λέγαμε εμείς, παρά την αναγκαστική κυβερνητική συνύπαρξη τα αντανακλαστικά ενός κάποιου διχασμού είναι ζωντανά και αντιδρούν ακαριαία στα οποιαδήποτε ερεθίσματα.
Μπορεί βέβαια πολλοί απ’ όσους έσπευσαν να πάρουν μέρος στη συζήτηση και που δέκα μέρες τώρα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απασχόλησαν τα Μέσα να έχουν ποταπά κίνητρα. Δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να διακρίνει κανείς πίσω από τη μία ή την άλλη ηρωική έξοδο όσων ξιφουλκούν για να υπερασπιστούν τη μνήμη των μεγάλων ηγετών του παρελθόντος ή την κακώς εννοούμενη τιμή της παράταξης το συνηθισμένο πρόσωπο της χυδαίας ψηφοθηρίας. Το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν συρρικνωθεί –περισσότερο το ΠαΣοΚ, αλλά αρκετά και η Νέα Δημοκρατία –αυξάνει την ανάγκη να απευθύνεσαι στον «βαθύ», «ιστορικό», «δογματικό» ή «φανατισμένο» σκληρό πυρήνα των πάλαι ποτέ πολυσυλλεκτικών παρατάξεων. Πολυσυλλεκτική πια είναι η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία.
Πολλοί όμως απ’ όσους πήραν θέση για το ιστορικό παρελθόν και επομένως για τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση του ενός ή του άλλου από τα κόμματα του διπολισμού και σοβαρή άποψη είχαν και ενδιαφέροντα επιχειρήματα για να την υποστηρίξουν. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι απόψεις που ψύχραιμα αναγνώριζαν ευθύνες σε όλους, ακόμη και στα μικρά λαϊκίστικα κόμματα της Αριστεράς.
Ενα ερώτημα που τέθηκε κατά κόρον ήταν αν και πώς μπορεί να συνεχιστεί η κυβερνητική συνεργασία ΝΔ – ΠαΣοΚ ενώ παράλληλα θα εξελίσσεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση της μεγαλύτερης δυνατής εκλογικής επιρροής, που αναπόφευκτα θα οδηγεί σε αποτιμήσεις του παρελθόντος και ιδιαίτερα της κυβερνητικής πρακτικής των δύο κομμάτων και των συνεπειών της.
Στο πλαίσιο αυτό, ελέχθη συχνά και από τους μεν και από τους δε ότι η σύμπτωση απόψεων, η κοινή δράση και η επιδίωξη εγκαθίδρυσης καλών σχέσεων ανάμεσα στις ηγεσίες αφορά μόνο τη σημερινή αναπόφευκτη κυβερνητική συνύπαρξη στην ίδια κυβέρνηση και στην ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν μπορεί να σημαίνει λογοκρισία για το παρελθόν, ούτε αλλοίωση των χαρακτηριστικών του ενός ή του άλλου πολιτικού οργανισμού για να μην ερεθίζεται ο εταίρος.
Με άλλα λόγια, πρέπει να βρεθεί και να αφομοιωθεί από εμάς το πολιτικό ήθος που επιτρέπει σε μεγάλα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης να συμπράττουν στην ίδια κυβέρνηση και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν με τα μέλη και τους οπαδούς τους έναν γόνιμο διάλογο που θα οδηγεί στην αποσαφήνιση των ειδικών στόχων του κάθε κόμματος.
Οτι θα υπάρξει κάποια ώσμωση ως συνέπεια της κυβερνητικής συνεργασίας κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Αυτό όμως όχι για να εξαλειφθούν ή να αμβλυνθούν ως το σημείο που θα τις καθιστούσε δυσδιάκριτες οι διαφορετικές αφετηρίες και οι διαφορετικοί στρατηγικοί στόχοι, που δεν οφείλονται σε ιδιοτροπίες αλλά αποτελούν γνήσια έκφραση αντιτιθέμενων οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων.
Η Δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη και την ανάπτυξη αυτών των διαφορών. Μια τεχνητή ομοφωνία συμφεροντολογικού χαρακτήρα δεν είναι πρόοδος αλλά παλινδρόμηση.
Οταν μάλιστα το αίτημα της οικονομικής εξυγίανσης συνοδεύεται από αιτήματα που αφορούν την ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη στις αποφάσεις, τη διαφάνεια, την ισονομία και την αξιοκρατία, τότε κάθε προσπάθεια για να δημιουργηθεί ένα κλίμα κυβερνητικής συνενοχής δεν υπηρετεί τη λαϊκή βούληση όπως αυτή εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως.
Δεν χρειαζόμαστε μετανοούσες Μαγδαληνές, ούτε μπορούμε να εμπιστευθούμε τον έναν ή τον άλλον που είδε ξαφνικά το φως στον δρόμο για τη Δαμασκό. Χρειάζονται ουσιαστικές, μακροχρόνιες, επώδυνες και δύσκολες μεταλλάξεις που δεν είναι δυνατόν να προκύψουν παρά μόνο μέσα από μια ειλικρινή και ουσιαστική σύγκρουση απόψεων.
Ας ακούσουμε τους άλλους, αφού πρώτα όμως αναπτύξουμε την αυτογνωσία μας και τη διαύγεια που αφορά το παρελθόν μας. Η Ελλάδα θα μεγαλουργήσει ξανά αν αναπτύξει τον πολιτικό πολιτισμό που αξίζει στα επιτεύγματα και στις δυνατότητες των ελλήνων πολιτών.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ