Σε πείσμα των καιρών και αυτοί που κυβερνούν αλλά και όσοι θέλουν να κυβερνήσουν μοιάζουν να ζουν σε μια κατάσταση αγέρωχης αισιοδοξίας. Οι πρώτοι είναι απολύτως βέβαιοι ότι οι πράξεις τους είναι όχι μόνο απολύτως σωστές αλλά και οι μόνες που μπορούν να μας οδηγήσουν, επιτέλους, στην ευτυχία που όλοι επιθυμούμε. Οι δεύτεροι διαφωνούν, θεωρούν ότι οι πρώτοι μάς οδηγούν στην καταστροφή και πως η μοναδική λύση είναι αυτή που θα εφαρμόσουν οι ίδιοι όταν αναλάβουν τα ηνία. Ο κοινός παρονομαστής που επιτρέπει στους δύο αντιπάλους και να υπάρχουν και να συγκρούονται, αυτή η ρευστή ουσία που προσπαθεί να ρίξει γέφυρες στο χάος, είναι η γλώσσα και τα λόγια που προσφέρει.
Γιατί τα λόγια είναι έτοιμα και βρίσκονται στη διάθεσή μας εδώ και πολλά χρόνια –τουλάχιστον δύο αιώνες. Διαδήλωση, εξέγερση, επανάσταση από τη μια μεριά· υπακοή, τάξη, ασφάλεια από την άλλη. Δοκιμασμένες λέξεις με γόνιμη θητεία στην Ιστορία. Οταν η μια πλευρά αναφέρεται στον λαό, η αντίπαλη απαντά αμέσως, βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα, με τον λαϊκισμό. Ασφαλείς δικλίδες που επιτρέπουν τουλάχιστον τη συζήτηση, την αντιπαράθεση, ακόμη και την παραγωγή θεωρίας. Τελευταία, για παράδειγμα, δεν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος για τις μάζες: προτιμούμε την αναφορά στο πλήθος, λέξη η οποία, με την παρουσία της και μόνο, φιλοδοξεί να διευθετήσει τη δύσκολη και επικίνδυνη πραγματικότητα των ανθρώπων που ξεχύνονται στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων, δηλώνοντας, με όση δύναμη τους έχει απομείνει, ότι αυτό που ζουν δεν είναι ζωή ανθρώπινη και ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους καταδικάσει στην κτηνωδία.
Το κακό είναι ότι η πολυχρησία έχει καταδικάσει τις δοκιμασμένες αυτές λέξεις σε αχρηστία, γιατί φαίνεται να μην ανταποκρίνονται πια στο βάρος της πραγματικότητας. Οι ογκώδεις αιματηρές διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη και το Κάιρο πώς μπορούν να χαρακτηρισθούν; Εξεγέρσεις, προοίμια επαναστατικής ανατροπής; Εκρήξεις θυμού και αγανάκτησης; Ποια είναι η προοπτική τους, στην αισιόδοξη εκδοχή ότι προοπτική υπάρχει; Ανθρωποι σκοτώνουν και σκοτώνονται, άλλοι με τη γροθιά σφιγμένη και την τελευταία κραυγή παγωμένη στα χείλη, όταν η σφαίρα σφυρίζει τη λύση, άλλοι ζωσμένοι με εκρηκτικά και το χαμόγελο της παραδείσιας ευτυχίας στο στόμα, άλλοι μόνοι τους να δουν τη ζωή τους σε μια στιγμή, σαν αστραπή, γιατί αποφάσισαν να μηδενίσουν τον χρόνο τους.
Απέναντι, ροδαλοί, καλοζωισμένοι και εύχαρεις οι ιθύνοντες. Γιατί η απελπισία κάνει δίδυμο με την ικανοποίηση: πώς να περάσει απαρατήρητο το χαμόγελο που έχει καρφιτσώσει στα χείλη του ο κ. Στουρνάρας, η ικανοποίηση που νιώθει ο κ. Δένδιας όταν εκτελεί το καθήκον του ή ακόμη η θεωρητική επάρκεια με την οποία εξηγεί το μαύρο στις οθόνες ο κ. Χρύσανθος Λαζαρίδης, σύμβουλος του Πρωθυπουργού; Χωρίς βεβαίως να λησμονήσουμε τη νόμιμη δυσφορία του δημάρχου για την παρακώλυση της κυκλοφορίας και τη ζημιογόνο επίδραση των διαδηλώσεων στη λειτουργία των καταστημάτων στο κέντρο της πόλης; Ο καθένας με τον πόνο του.
Τα σύμβολα έχουν σκληροτράχηλη ζωή και επίμονη ιστορία. Ενίοτε μάλιστα εκπροσωπούν ένα είδος ιδιόμορφου χιούμορ που έχει προφανώς να κάνει με την πανουργία της Ιστορίας. Πώς να εξηγήσει κανείς διαφορετικά την κόκκινη σημαία που κυματίζει υπερήφανη στην προμετωπίδα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και την επαναστατική πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο οδηγεί την κοινωνία στην οριστική εξάλειψη της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο;
Το 1917, με μια σύμπτωση που θα έλεγε κανείς δαιμονική, ο Κάφκα δημοσιεύει ένα μικρό αφήγημα με τίτλο «Ο καινούργιος δικηγόρος». Αυτός ονομάζεται Βουκεφάλας και βεβαίως δεν θυμίζει σε τίποτα την εποχή που ήταν ακόμη το πολεμικό άλογο του Αλέξανδρου. Δεδομένης μάλιστα της σημερινής κατάστασης της κοινωνίας και συνεπώς της δύσκολης θέσης στην οποία έχει περιέλθει το υπερήφανο άτι, αλλά και της σημασίας του στην παγκόσμια ιστορία, το άλογο έγινε δεκτό στο δικαστικό σώμα. Σήμερα είναι προφανές, σημειώνει ο συγγραφέας, ότι Μέγας Αλέξανδρος δεν υπάρχει, παρ’ όλο που ξέρουμε να δολοφονούμε με το δόρυ έναν φίλο. Ηδη τότε, συνεχίζει ο Κάφκα, οι πόρτες της Ινδίας ήταν κλειστές· αλλά το ξίφος του βασιλιά έδειχνε τουλάχιστον την κατεύθυνση. Σήμερα οι περίφημες αυτές πόρτες βρίσκονται πολύ πιο μακριά και πολύ πιο ψηλά και κανείς δεν δείχνει την κατεύθυνση, «παρ’ όλο που πολλοί κρατούν ξίφη, αλλά μόνον για να τα κραδαίνουν και το βλέμμα που θέλει να τους παρακολουθήσει τα χάνει». Ισως το καλύτερο, συμπεραίνει ο Κάφκα, είναι να βυθιστούμε στα νομικά βιβλία: «Ελεύθερος, με τα πλευρά απελευθερωμένα από τα πόδια του καβαλάρη, δίπλα σε ένα ήρεμο φως, μακριά από τον ορυμαγδό της μάχης του Αλέξανδρου, ο Βουκεφάλας διαβάζει και γυρίζει τις σελίδες των παλιών μας βιβλίων».
O κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ