Το ερώτημα αν «είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μεταρρυθμιστική δύναμη» μου το απηύθυνε ο Γιάννης Πρετεντέρης στα «Νέα» (3/7) με αναφορά στο άρθρο μου στο «Βήμα» της 30/6. Υποστήριζα εκεί ότι η χώρα χρειάζεται ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό σχέδιο και ότι αν μια πολιτική δύναμη μπορεί να το αναλάβει αυτή είναι η Αριστερά, υπό τον όρο βέβαια να ανανεωθεί η ίδια, να ξεπεράσει εσωστρέφειες, αγκυλώσεις και επετηρίδες. Εχω πλήρη συνείδηση του ρίσκου μιας παρόμοιας πρότασης, αλλά στη σημερινή συγκυρία αν δεν είναι η Αριστερά, τότε ποια δύναμη μπορεί να βγάλει τη χώρα από αυτή την καταστροφική πορεία; Το πολιτικό πεδίο αποτελείται από τρεις μεγάλες δυνάμεις: τον ΣΥΡΙΖΑ, τη (σαμαρική) ΝΔ και τη Χρυσή Αυγή. Ο λεγόμενος τρίτος πόλος μετά και τις τελευταίες εξελίξεις αποσυντέθηκε εντελώς. Καμιά από τις τρεις δυνάμεις δεν έχει αυτοδυναμία, εκτός αν η ΝΔ βρει κάποια μορφή συνεργασίας, τυπική ή άτυπη, με την ακρότατη Δεξιά, πράγμα που θα οδηγήσει τη χώρα στη μεγαλύτερη τραγωδία μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Επομένως η Αριστερά είναι υποχρεωμένη (προφανώς όχι ιστορικά, αλλά ηθικά και πολιτικά) να καλύψει αυτόν τον χώρο που αποκαλείται μεσαίος κοινωνικός χώρος, δημοκρατική παράταξη, Κεντροαριστερά ή όπως αλλιώς. Να τον καλύψει δημιουργώντας ένα νέο μεγάλο μεταμνημονιακό Εμείς και, συμπληρωματικά, συναθροίζοντας γύρω της μικρότερες, όμορες, πολιτικές δυνάμεις. Μια παρόμοια προοπτική δεν έχει να κάνει μόνο με εκλογική στρατηγική. Και εδώ μπαίνει το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων.
Τα τελευταία χρόνια αυτός ο όρος «μεταρρυθμίσεις» έχει διεισδύσει τόσο βαθιά στο λεξιλόγιό μας, ώστε έχει αναδιαμορφώσει τη νοητική γεωγραφία και τον ηθικοπολιτικό μας κώδικα, καταλήγοντας σε πολλές περιπτώσεις και σε υστερικές ταυτότητες, αναλύσιμες με λακανικούς όρους. Σχεδόν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και το τι μας συμβαίνει μέσα από τον όρο «μεταρρυθμίσεις». Η Ελλάδα βρέθηκε στην κρίση γιατί δεν έκανε μεταρρυθμίσεις. Αλλά μεταρρυθμίσεις χρειάζονται όλες οι χώρες για να βγουν ή να μην μπουν στην κρίση που φαίνεται σαν μια τιμωρία για τη μη πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Φυσικό, θα πουν οι καλόγνωμοι, αφού ο κόσμος αλλάζει (Διαδίκτυο, ψηφιακή τεχνολογία, παγκοσμιοποίηση κτλ.), δεν πρέπει να αλλάξουμε και εμείς; Σύμφωνοι, αλλά ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι αλλαγές δεν είναι μονόδρομος και ότι σε κάθε ιστορική νέα φάση αποτελούν αντικείμενο διεκδίκησης, διαμάχης, ιδιοποίησης. Τι είδους αλλαγές; Και εδώ ερχόμαστε στο κουκούτσι. Εκείνο που διεθνώς κυκλοφορεί ως μεταρρυθμίσεις δεν είναι γενικώς βελτιώσεις των κακώς κειμένων, αλλά μια διαδικασία αλλαγής των κοινωνιών. Μεταφορά πόρων από τους πολλούς στους λίγους, από το δημόσιο στο ιδιωτικό, από την παραγωγή στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κτλ., κτλ. Μα δεν υπάρχουν και πράγματα που πρέπει να γίνουν απαραιτήτως, βελτιώσεις κτλ.; Ασφαλώς, και χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την ηγεμονία οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις. Ακόμη περισσότερο εκφράζονται με ένα λεκτικό που δηλώνει ότι πρόκειται για μεταρρυθμίσεις στο όνομα της καταπολέμησης της φτώχειας, της σπατάλης, της αδιαφάνειας, των προνομίων. Παρουσιάζονται με μια νεο-γλώσσα κριτικής, η οποία (εκτός από τις οργουελιανές αντιστροφές όπου λ.χ. οι απολύσεις μετονομάζονται διαθεσιμότητες ή μετακινήσεις) είναι και επιλεκτική και αδιαφανής εν τέλει. Και ερχόμαστε τώρα σε ένα καυτό ζήτημα.
Παρακολουθούμε μια πορεία καταστροφής της ελληνικής κοινωνίας, η οποία μπήκε στην κρίση με 120% χρέος και ύστερα από τρία χρόνια ανεργίας, δυσπραγίας, λιτότητας και ό,τι άλλο είναι ακόμη στο 170% ή και πλέον του χρέους, η οποία βλέπει τη δημοκρατία να έχει καταρρακωθεί, τους νόμους να παραβιάζονται ή να παρακάμπτονται, τους πολιτικούς να αυτοδιαψεύδονται συνεχώς και να κατεδαφίζουν το όποιο κύρος τούς έχει απομείνει, και της ζητάμε να κουβεντιάσει για μεταρρυθμίσεις σαν να κουβέντιαζε για συνταγές δροσιστικών κοκτέιλ; Φυσικά και θα προσπαθήσει να εμποδίζει όσο μπορεί, συνήθως αναποτελεσματικά, τις καταστροφές, φυσικά και θα εκφράζει την οργή της και την αγωνία της. Πριν επομένως από μια οποιαδήποτε συζήτηση για μεταρρυθμίσεις πρέπει να μιλήσουμε για το πώς σταματάει ο κατήφορος, για το πώς ξεφεύγουμε από τη λαβίδα της καταστροφής. Δεν είναι κάτι απλό, ούτε εύκολο. Π.χ. η ΔΗΜΑΡ ξεκίνησε για αναδιαπραγμάτευση, κατέληξε σε πλήρη προσαρμογή, όταν δεν πήγαινε άλλο τα μάζεψε και έφυγε. Τι και πώς θα κάνει μια δύναμη, ένας συνασπισμός δυνάμεων που θέλει να πραγματοποιήσει μια μεγάλη στροφή; Εδώ είναι το ζήτημα. Και εδώ παλιές ρητορείες, ακόμη και επαναστατικές κορόνες δεν χωρούν, γιατί είναι πια παρωχημένες. Χρειάζονται νέες ιδέες και νέοι άνθρωποι. Η Αριστερά χρειάζεται να αλλάξει και η ίδια για να αλλάξει την ελληνική κοινωνία. Εχει να παίξει όχι σε ελληνικό τερέν, αλλά σε ευρωπαϊκό.
Γιατί θα πρέπει να ελπίζει κανείς στην Αριστερά; Γιατί σε ποιον να ελπίσει; Εμπιστεύεστε το αξιακό σύστημα του κ. Σαμαρά ή του κ. Μιχαλολιάκου; Αν δεν τα καταφέρει η Αριστερά, αν και αυτή αυτοπαγιδευτεί στον απλό προπαγανδισμό της διαμαρτυρίας, στον ναρκισσισμό της ελάχιστης διαφοράς και στην τετριμμένη πολιτική κουλτούρα που κυριαρχεί, τότε το κακό δεν θα είναι του κεφαλιού της αλλά για όλη τη χώρα. Ιδρυτικό συνέδριο έχουν τώρα, ελπίζω κάποιες φωνές να ακουστούν εκεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ