Βράδυ Τετάρτης με τη δροσούλα αποφασίσαμε να βγούμε μια βόλτα στην Κηφισιά και η ιδέα για να πάμε στο νέο tapas bar έγινε αμέσως αποδεκτή.

Το μαγαζί σε καλωσορίζει με καλοκαιρινή διάθεση. Λευκά τραπέζια, απαλός φωτισμός, ατμοσφαιρική μουσική και στη σωστή ένταση. Η ώρα ήταν 10 και τα τραπέζια μισοάδεια (ή μισογεμάτα αν προτιμάτε). «Ε, Τετάρτη βράδυ είναι…» σκέφτηκα. Περνάμε μέσα από το μαγαζί ώστε να βγούμε στην πίσω αυλή και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά υποθέτω πως τον χειμώνα θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ζεστό στέκι.

Η πίσω αυλή το ίδιο καλόγουστη και φιλόξενη, αν και με λίγο εκείνη την ώρα κόσμο. Ένα ζευγάρι στην άκρη, μια παρέα πέντε ατόμων στο μικρό -αναλογικά ως προς τον χώρο- μπαρ, τρία ακόμη κορίτσια κάθονταν σε ένα από τα ψηλά stands. Ολα τα υπόλοιπα τραπέζια είχαν το ταμπελάκι reserved.

Απευθυνθήκαμε σε έναν σερβιτόρο: «Μπορούμε να καθίσουμε σε ένα από αυτά τα τραπέζια; Είμαστε δύο άτομα και περιμένουμε άλλα δύο». «Εχω την εντύπωση πως πρέπει να είναι όλα ρεζερβέ. Μισό λεπτό να ρωτήσω την κοπέλα», απαντά ευγενέστατα και κατευθύνεται προς την κοπέλα που «έλεγχε» την πίσω αυλή – για την οικονομία του λόγου, «μετρ». Εκείνη, του δείχνει το μπαρ και φεύγει. Ο σερβιτόρος επιστρέφει σε εμάς και σχεδόν απολογητικά μας λέει ότι αν θέλουμε μπορούμε να περάσουμε στο (μικρό και ήδη κατειλημμένο) μπαρ. Τον ευχαριστήσαμε και συνεχίσαμε τη βόλτα μας προς άλλο μαγαζί.

Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορείς να διώξεις έναν πελάτη. Η δουλειά του/της «μετρ» δεν είναι να κρατά έναν κατάλογο με ονόματα που δίπλα έχουν το νούμερο του τραπεζιού και να τα διαγράφει όταν αυτά έρχονται. Ή τουλάχιστον όχι μόνο αυτή. Δουλειά του είναι να «κρατήσει» τον πελάτη. Ακόμη και αν δεν υπάρχει όντως θέση – ειδικά τότε.

Οφειλε, λόγου χάρη, να ερχόταν να μας μιλήσει αυτοπροσώπως, όσο έβλεπε να περιφερόμαστε γύρω από άδεια «ρεζερβέ» τραπέζια. Να ρωτήσει τι θέλουμε, αν θα φάμε ή είμαστε για ποτό, ή αν ήρθαμε να παίξουμε μπιρίμπα. Θα μπορούσε να προτείνει να καθίσουμε σε τραπέζι, του οποίου η κράτηση ήταν ενδεχομένως για πιο αργά, και να το ελευθερώσουμε την ώρα που θα έπρεπε (στο μεταξύ, πιθανόν να άδειαζε κάποιο άλλο τραπέζι). Ή μπορεί και τίποτα από όλα αυτά, ένα «λυπούμαστε, το μαγαζί είναι γεμάτο, θα χαρούμε να σας έχουμε κάποιο άλλο βράδυ» αρκούσε.

Είχα κάθε καλή διάθεση να δω τι (άλλο) έχει να προσφέρει αυτό το μπαρ-ρέστοραν στο κοινό, το οποίο σταδιακά γίνεται πιο απαιτητικό – αν και τα παραπάνω είναι μάλλον στοιχειώδη. Δεν πειράζει, άλλη φορά. Κακές στιγμές, άλλωστε, έχουμε όλοι. Διάθεση να υπάρχει…