Είναι χαμένος από χέρι. Εκεί που έφτασαν τα πράγματα, ότι και να κάνει πλέον για την ΕΡΤ ο Παντελής Καψής είναι λάθος: Η συνέχιση του κλεισίματός της, οι όροι που βάζει για τη λειτουργία ενός ενδιάμεσου σχήματος, το νομοσχέδιο για τη ΝΕΡΙΤ. Σφάλματα σωρηδόν. Και λάθος θα ήταν ίσως και η παραίτησή του, αν και αυτό θα ήταν το μικρότερο δυνατό– ιδιαίτερα για τον ίδιο.

Ο γνωστός δημοσιογράφος αδυνατεί προφανώς να καταλάβει το ακατάληπτο: Εντελώς απρόβλεπτους απολυμένους, οι οποίοι, αντί να πάνε στα σπίτια τους, παραμένουν στην εταιρία. Και αντί να απεργούν, εργάζονται. Τόση πολλή εργασία και χαρά δεν έχει ξαναδεί η ΕΡΤ. Παραλλάζοντας τη φράση του Ηλία Ηλιού: «Θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα», αυτοί ταράζουν την κυβέρνηση στην εργασία. Και το πιο ωραίο: Το πρόγραμμα που βγάζουν στον αέρα είναι, παρά τις αναπόφευκτες ελλείψεις του, εκατό φορές ελκυστικότερο από το παλιό. Τέτοιο πράγμα είναι ακατανόητο, δεν «πιάνεται», δεν ελέγχεται, δεν χειραγωγείται. Επόμενο έτσι να προκαλεί απελπισία και στον ικανότερο διαπραγματευτή.

Σε αυτό προστίθεται και ένα άλλο απρόοπτο: Η χειραφέτηση των εργαζομένων. Οι τελευταίοι αποδεικνύουν καθημερινά ότι μπορούν να διευθύνουν μόνοι τους το «μαγαζί», και μάλιστα ασύγκριτα καλύτερα από ότι οι πρώην όντως «καλοβολεμένοι» διευθυντές τους, που διόριζαν οι κυβερνήσεις του Πασοκ και της Νέα Δημοκρατίας.

Εκείνο που τους καίει βέβαια σε πρώτη γραμμή σήμερα είναι η διάσωση των παλιών κεκτημένων τους: η επαναλειτουργία της ΕΡΤ, τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματά τους. Επόμενο έτσι να δίνουν σε αυτά της προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις τους με τον κ.Καψή.

Θα ήταν όμως κρίμα και άδικο αν παραιτούνταν από το νέο πολύτιμο κεκτημένο τους: την πολιτική και εργασιακή αυτονόμησή τους. Αυτό που κάνουν είναι μοναδικό στα ραδιοτηλεοπτικά χρονικά της Ευρώπης. Τώρα πρέπει να το κατοχυρώσουν και θεσμικά – ή τουλάχιστον να παλέψουν για τη θεσμοθέτησή του. Η παραίτηση από αυτό, ή και η απλή παραμέλησή του θα είχε μοιραίες συνέπειες. Οι ρόλοι θα ανατρέπονταν. Η κυβέρνηση θα ξαναγινόταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κι αυτό θα άνοιγε διάπλατα το δρόμο για τη ΝΕΡΙΤ και τον εργασιακό Μεσαίωνα που τη συνοδεύει.

Το ζητούμενο είναι έτσι σήμερα ένα συνεκτικό σχέδιο, που θα συνδυάζει τα τρέχοντα αιτήματά τους με τα μεσοπρόθεσμα για μια νέα δημοκρατική και πολυφωνική ΕΡΤ.

Η βάση του είναι δεδομένη: το σημερινό status quo της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ, με παράλληλη αξιοποίηση των εμπειριών της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το σχέδιο αυτό θα αποτελέσει και το μέτρο για την αξιολόγηση του νομοσχεδίου για την ΝΕΡΙΤ. Και η αξιολόγηση αυτή δείχνει καταρχάς, στο βαθμό που γίνεται με νηφάλιο τρόπο, ότι το νομοσχέδιο έχει και πολλά καλά. Εκείνο που κάνει αδύνατη την αποδοχή του είναι επομένως τα «κακά» του, καθώς και η χουλιγκανική μέθοδος της επιβολής του.

Το πρώτο που βγάζει «μάτι» στο νομοσχέδιο είναι η επιστροφή στον κρατισμό. Ο χαρακτήρας των υπηρεσιών της ΝΕΡΙΤ αποκαλείται «δημόσιος», το ιδιοκτησιακό της καθεστώς όμως, επί μέρους και το οργανωτικό, παραμένει κρατικό. Στην κορυφή της ιεραρχίας της είναι η Γενική Συνέλευση (άρθρο 7), που απαρτίζεται από τους υπουργούς οικονομικών, πολιτισμού, τουρισμού και του εκάστοτε αρμόδιου για θέματα τύπου και μέσων ενημέρωσης. Η τετραμελής αυτή ομάδα «έχει τις αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρίας» είναι, με άλλα λόγια, κύρια ζωής και θανάτου της επιχείρησης.

Το υπόλοιπο, ή ακριβέστερα μεγάλο μέρος του, είναι αντίγραφο του BBC. Δίπλα σε πρωτόγνωρους για την Ελλάδα θεσμούς, όπως η δημιουργία Συμβουλευτικών Επιτροπών Προγράμματος με συμμετοχή ακροατών και θεατών (άρθρο 11), έχει και δυο άλλους θετικούς νεωτερισμούς:

Πρώτον, την πολιτική ανεξαρτησία της εταιρίας: Το άρθρο 2 (παράγραφος 3) αναφέρει ότι η δημόσια τηλεόραση «είναι ανεξάρτητη από το κράτος, άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας, φορείς που ελέγχονται από αυτούς και πολιτικά κόμματα. Διαθέτει πλήρη προγραμματική και συντακτική ανεξαρτησία». Για την τήρηση του άρθρου μεριμνά το εποπτικό συμβούλιο, το οποίο «εγγυάται την ανεξαρτησία της ΝΕΡΙΤ Α.Ε. από κάθε μορφή κυβερνητικής, ή άλλης παρέμβασης» (άρθρο 8, παράγραφος 4).

Δεύτερον, τη σχετική απεξάρτησή της από τον αρμόδιο υπουργό, που μέχρι τώρα μπορούσε να διορίζει ανεξέλεγκτα τους «δικούς» του στη διοίκηση και να τους δίνει κατά το δοκούν «γραμμή». Η προεπιλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου θα γίνεται από ανεξάρτητο φορέα, και μάλιστα με πολύ πιο αυστηρές διαδικασίες από ότι εκείνες στην αγγλική ραδιοτηλεόραση. Η τελική επιλογή των επτά «τυχερών» ανήκει ωστόσο, κατόπιν υπόδειξης του φορέα, στον υπουργό – ακριβώς όπως και στη Μεγάλη Βρετανία στην «queen» (βασίλισσα). Ένα υπόλοιπο υπουργικής επιρροής στην εταιρία μέσω των «ευνοημένων» του μένει λοιπόν.

Το εποπτικό συμβούλιο επιλέγει στη συνέχεια (με την ίδια αυστηρή διαδικασία που εφαρμόστηκε για τη δική του επιλογή) το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και τον πρόεδρο του που είναι ταυτόχρονα και διευθύνων σύμβουλος και έχει λίγο ή πολύ δικτατορικές αρμοδιότητες.

Οργανωτικά λοιπόν, και εδώ αρχίζουν τα καθαρά «κακά», προκύπτει μια κάθετη ιεραρχική δομή, το κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η απουσία των εκπροσώπων των εργαζομένων, τόσο από τη διοίκηση, όσο και από τη διαμόρφωση του προγράμματος. Το άρθρο 9, παράγραφος 8, αναφέρει ότι «δύο το πολύ μέλη του ΔΣ μπορεί να έχουν την ιδιότητα υπαλλήλου της ΝΕΡΙΤ ΑΕ». Η επιλογή τους θα γίνεται όμως αποκλειστικά με τα γενικώς ισχύοντα κριτήρια – για αποστολή στο ΔΣ εκπροσώπων της ΠΟΣΠΕΡΤ, ή άλλων οργανώσεων των εργαζόμενων, δεν γίνεται λόγος.

Οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν επίσης ξένη λέξη για τους νομοθέτες. Οι αποδοχές του «προσωπικού», όπως αναφέρει το άρθρο 15, θα καθορίζονται «ανάλογα με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του» και «ειδικότερα με την ατομική σύμβαση εργασίας που συνομολογείται με την ΝΕΡΙΤ-Α.Ε.». Αυτό ανοίγει το παράθυρο σε νέα ευνοιοκρατία με επακόλουθο την παροχή παχυλών αποδοχών στους ημετέρους, κατώτατων στους διασπασμένους και ατομικοποιημένους «πληβείους», καθώς και νέες πελατειακές και πολιτικές εξαρτήσεις.

Συνολικά λοιπόν, το νομοσχέδιο είναι εντελώς αντιφατικό – η πολιτική απεξάρτηση που επαγγέλλεται, έρχεται σε σύγκρουση με τις νέες εξαρτήσεις, που δημιουργεί το εργασιακό καθεστώς. Και αυτό το κάνει συνολικά απαράδεκτο.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι η απάλειψη του άρθρου 15 θα το έκανε αυτόματα παραδεκτό. Το μοντέλο του BBC, ακόμα και σε βελτιωμένες εκδοχές του, δεν φτάνει. Η γερμανική ραδιοτηλεόραση (ARD = συνομοσπονδία των κρατιδιακών σταθμών και ZDF= ενιαίο ομοσπονδιακό κανάλι), για παράδειγμα, είναι πολύ πιο προχωρημένη στο θέμα της πολιτικής απεξάρτησης που στηρίζεται στη λεγόμενη διακρατική συμφωνία ανάμεσα στα 16 γερμανικά κρατίδια.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι αυτό είναι η βορειογερμανική ραδιοτηλεόραση NDR, από τα βασικά μέλη της ARD. Τα 58 μέλη του εποπτικού της συμβουλίου δεν επιλέγονται, όπως στο BBC, στον τελευταίο γύρο από τον αρμόδιο υπουργό, αλλά από το τοπικό κοινοβούλιο, καθώς και από διάφορες συνδικαλιστικές, εργοδοτικές, αθλητικές, γυναικείες, θρησκευτικές, κλπ., οργανώσεις. Το πρόβλημα είναι εδώ, ότι η συμμετοχή των πολιτικών είναι δυσανάλογα μεγάλη, το ίδιο και η επιρροή τους στα κέντρα αποφάσεων. Στο ZDF, φερειπείν, επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου είναι ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Ρούπερτ Πόλεντς, ενώ επικεφαλής του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ο σοσιαλδημοκράτης πρώην πρωθυπουργός του κρατιδίου Ρηνανία-Παλατινάτου Κουρτ Μπεκ. Η υπέρμετρη πολιτική επιρροή θα περιοριστεί όμως πιθανότατα στο μέλλον. Εναντίον της έχει προσφύγει στο συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης το συνδικάτο τύπου. Και όλα δείχνουν, ότι τον ερχόμενο Νοέμβριο, οι συνταγματικοί δικαστές θα αποφανθούν υπέρ της προσφυγής.

Ακόμα πιο προχωρημένο είναι το μοντέλο της ελβετικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης SRG, το οποίο συστεγάζει τέσσερις περιφερειακές εταιρίες (γερμανόφωνη, γαλλόφωνη, ιταλόφωνη, ρωμανόφωνη) και, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, λειτουργεί με πλήρη αυτοδιαχείριση.

Οι ιδιαιτερότητες της SRG, όπως αυτές καθορίζονται από το νόμο για τη ραδιοτηλεόραση:

– «η αυτονομία και η ανεξαρτησία της από το κράτος, καθώς και από ξεχωριστές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ομάδες» (άρθρο 31)

– ο δημόσιος χαρακτήρας της δραστηριότητάς της, που στηρίζεται σε παραχώρηση του σχετικού δικαιώματος από το κράτος (άρθρο 2)

– Η οργάνωση «από τα κάτω». Στις περιφερειακές εταιρίες μπορεί να γίνουν μέλη όλοι οι ελβετοί πολίτες, καθώς και οι ξένοι που είναι μόνιμα εγκαταστημένοι στη χώρα. Η δήλωση συμμετοχής μπορεί να γίνει και μέσω Ίντερνετ. Η μοναδική προϋπόθεση γι αυτήν είναι να πληρώσουν ένα εφάπαξ 100 ελβετικών φράγκων, ή 20 φράγκα ετησίως. Η γερμανόφωνη ραδιοτηλεόραση είχε στα τέλη του 2012 15403 τέτοια μέλη.

– Οι δημοκρατικές διαδικασίες. Τα μέλη συμμετέχουν στις περιφερειακές συνελεύσεις, που εκλέγουν τους εκπροσώπους για τα περιφερειακά συμβούλια. Οι τελευταίοι εκλέγουν κατόπιν τα διοικητικά όργανα του περιφερειακού σταθμού, καθώς και αντιπροσώπους για τη γενική συνέλευση της SRG. Η τελευταία εκλέγει τρία από τα εννέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της SRG. Άλλα τέσσερα είναι ex officio οι πρόεδροι των περιφερειακών σταθμών, τα υπόλοιπα δυο μέλη της ελβετικής κυβέρνησης (Bundesrat). Η συμμετοχή των τελευταίων, που αποβλέπει στη διαφύλαξη των κρατικών συμφερόντων, είναι και η μοναδική κυβερνητική ανάμιξη στην SRG.

Οι ακρογωνιαίοι λίθοι και των τριών μοντέλων είναι, πρώτον, η ελευθερία του λόγου (που στην Ελλάδα καταπατήθηκε, με το κλείσιμο της ΕΡΤ, σε ότι αφορά το δημόσιο σκέλος της), δεύτερον, η απεξάρτηση από την κυβέρνηση (που στην Ελλάδα είχε ανέκαθεν μόνιμο χαρακτήρα) και τρίτον, ο δημόσιος, δημοκρατικός και πολυφωνικός χαρακτήρας τους. Πάνω σε αυτούς θα πρέπει να στηριχθεί και η νέα ελληνική ραδιοτηλεόραση. Η μίμηση ξένων προτύπων, όπως του BBC και της ARD, σημαίνει εδώ αρετή.

Κατά τα άλλα όμως, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ δεν έχουν ανάγκη τις απομιμήσεις. Ο μόνος που θα έπρεπε πραγματικά να μιμηθούν είναι ο εαυτός του – όπως αυτός αποκαλύφθηκε μετά την ημέρα του κλεισίματος, στις 11 Ιουνίου. Το ελβετικό παράδειγμα μπορεί να τους προσφέρει πολλά. Το δικό τους μοντέλο θα μπορούσε ωστόσο να πάει πολύ πιο πέρα ενσωματώνοντας στη λειτουργία του όλο εκείνον τον κόσμο εκτός ΕΡΤ που την στηρίζει ενεργά. Η επεξεργασία του – με τη σύμπραξη ειδικών – θα μπορούσε να παράξει ένα υπόδειγμα συνεργατικού και αυτοδιαχειριστικού οργανισμού.

Η χρηματοδότησή του; Η ίδια, που είχε και η ΕΡΤ, και προβλέπεται τώρα και για τη ΝΕΡΙΤ. Τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις της ραδιοτηλεόρασης, θα μπορούσαν να υπαχθούν με μια μονοκονδυλιά στη νέα ΕΡΤ – έτσι όπως σχεδιάζεται να γίνει και με τη ΝΕΡΙΤ. Αλλά και στην περίπτωση που παράμεναν κρατική περιουσία, η χρήση τους από τη νέα ΕΡΤ θα μπορούσε εύκολα να ρυθμιστεί με νόμο – όπως επίσης και ο έλεγχος της χρήσης τους.

Το παράδειγμα των Ελβετών δείχνει επίσης ότι η αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων, ιδίως όταν περιορίζεται σε ορισμένους μη παραγωγικούς τομείς, δεν ανατρέπει το καπιταλιστικό καθεστώς. Ούτε καν την πολιτική ατμόσφαιρα: Σε μια συντηρητική κοινωνία, όπως η Ελβετία, η αυτοδιαχειριζόμενη δημόσια τηλεόραση, όντας επίσης συντηρητική, συμβάλει στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων πολιτικών τάσεων.

Εκείνο που ανατρέπει όμως σίγουρα είναι η αντίληψη, ότι όλα πρέπει να παίρνουν έναν από τους δυο πολυπατημένους δρόμους: το κρατικό, ή τον ιδιωτικό. Η αυτοδιαχείριση, μας λένε οι Ελβετοί, είναι ο γνήσιος τρίτος δρόμος, ο πραγματικά δημόσιος και δημοκρατικός, που είναι τουλάχιστον τόσο αποτελεσματικός, όσο οι δυο άλλοι – στη βάση, επιπλέον, πολύ πιο απλών και ελεύθερων εργασιακών σχέσεων.

Τέτοια ανατροπή έχει βέβαια διαφορετική σημασία από χώρα σε χώρα. Ότι σημαίνει στην Ελβετία δείγμα εξανθρωπισμού, είναι στην Ελλάδα ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κυβέρνησης. Το αν και πότε θα εκραγεί, είναι άδηλο. Η εξουδετέρωσή της θέλει πάντως μεγάλη τέχνη. Αλλά γι αυτήν θα χρειαστεί μάλλον ένας φακίρης, και όχι, όπως ο κ.Καψής, ένας πολιτικός πυροτεχνουργός.