Οι συγκυρίες και τα δεδομένα στόχευσης των ελλειμμάτων αποτελούν το στόχο των μνημονίων που έχουν υπογραφεί. Όλοι γνωρίζουμε σε αυτό το σημείο ότι το πρόβλημα ενέκυψε από την επεκτατική πολιτική της Κίνας η οποία ως χώρα κινείται στον αντίποδα της Ευρώπης σε επίπεδο αρχών, αξιών, φιλοσοφίας εν γένει.

Για να γίνω περισσότερο σαφής, όλοι γνωρίζουμε το αξιακό σύστημα της Ευρώπης και το φιλοσοφικό της υπόβαθρο στη χάραξη και άσκηση της πολιτικής. Η Ευρώπη με τις άπειρες αντιθέσεις, τις αντίθετες ψυχικές διαθέσεις που γεννιούνται από το Βορρά στο Νότο και από την Ανατολή στη Δύση, με τη διαφορετικότητα στον τρόπο έκφρασης και σκέψης, κατάφερε με το συγκερασμό των παραπάνω ιδιαιτεροτήτων να «οικοδομήσει» την ευρωπαϊκή ταυτότητα η οποία φέρει ανάμεσα σε άλλα τη διατήρηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, τη νομισματική ένωση, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της, την αποβιομηχάνισή της, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και του περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά η Κίνα «κινήθηκε» με διαφορετικό τρόπο για το λόγο ακριβώς ότι στηρίζεται σε διαφορετικές αρχές λειτουργίας όπως είναι η πολιτική των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και της εντατικοποιημένης παραγωγής. Η υπερπροσφορά εργατικών χεριών σήμανε αυτόματα το χαμηλό κόστος παραγωγής για τις πολυεθνικές και πολύ γρήγορα η χώρα αυτή κατέστη η παραγωγική δύναμη των ευρωπαϊκών χωρών.

Oι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να παράγουν στην πολύ μακρινή αλλά πάρα πολύ οικονομική Κίνα καθώς και σε άλλες οικονομικές χώρες της Ασίας και να υπερκαλύψουν τις ανάγκες της Ευρώπης αλλά και πέραν αυτής. Γίνονταν ως εκ τούτου οι μαζικές παραγγελίες των προϊόντων εκεί αλλά με τις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών αγορών και απαιτήσεων. Έγιναν κολοσσιαίες επενδύσεις και οι Κινέζοι παρήγαγαν συνεχώς ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις της Ευρώπης και όχι μόνο. Τα κέρδη ήταν γιγαντιαία για τους Ευρωπαίους λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής και επωφελούμενοι βέβαια, από τα δίκτυα πωλήσεων που είχαν αναπτύξει σε όλο τον κόσμο.

Μετέφεραν όμως επί της ουσίας, ως Ευρώπη, την τεχνογνωσία τους στην Κίνα. Η χώρα αυτή, με το φθηνό εργατικό δυναμικό και τη δυναμική της ανερχόμενης οικονομικά χώρας δεν θα μπορούσε να αφήσει αναξιοποίητο το «θησαυρό» αυτό που της δόθηκε. Με τον καιρό οι Κινέζοι, άρχισαν να παράγουν τα δικά τους προϊόντα τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύονται ανώτερα των ευρωπαϊκών. Παράλληλα οργάνωσαν τα δικά τους διεθνή δίκτυα διανομής των προϊόντων τους ή λειτούργησαν ανταγωνιστικά προς τα ευρωπαϊκά. Σε κάθε περίπτωση, κατάφεραν να υπερκεράσουν την εσωστρέφεια και τη μονομέρεια η οποία τους χαρακτήριζε ως χώρα, να ανταγωνιστούν την Ευρώπη και στη συνέχεια να επικρατήσουν αυτοί στην αγορά.

Επομένως, ο ανταγωνισμός με την Κίνα αποτελεί πλέον πραγματικότητα και διαφαίνεται πάρα πολύ δύσκολο, ως προοπτική να τον ξεπεράσουμε. Ακόμα και αν το καταφέρουμε αυτό και μπορέσουμε να επικρατήσουμε ως ευρωπαϊκό status και διασφαλίσουμε τα δικαιώματά μας, τα πράγματα θα εξακολουθήσουν να είναι δύσκολα. Ο λόγος βέβαια είναι ότι υπάρχουν και άλλες Ασιατικές χώρες οι οποίες αποτελούν κέντρα φθηνής παραγωγής που θα μπορέσουν να την υποκαταστήσουν.

Και αν η Ιαπωνία δεν αποτελεί ισχυρό αντίπαλο για την Ευρώπη γιατί είναι υπερδανεισμένη άρα ελεγχόμενη, η Κίνα έχει πλεονάσματα. Η δυναμική που αναπτύσσεται, εν κατακλείδι, από την πλευρά της Ασίας είναι τεράστια.

* Ο κ. Γιώργος Ματαλλιωτάκης είναι δρ.Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης, MSc και πολιτευτής Νέας Δημοκρατίας Ν. Ηρακλείου.