Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όπως είναι το ελληνικό υπό το ισχύον Σύνταγμα, θεμελιώνεται στη διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας κατά τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζονται τόσο η συνεργασία, όσο και ο αμοιβαίος έλεγχος μεταξύ των δύο αυτών λειτουργιών.

Στο πλαίσιο αυτό, θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος είναι η κοινοβουλευτική αρχή, σύμφωνα με την οποία η Κυβέρνηση οφείλει εκ του Συντάγματος να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τόσο για την ανάδειξη της νέας Κυβέρνησης, όσο και για τη νόμιμη λειτουργία της Κυβέρνησης.

Η κοινοβουλευτική αρχή επιτάσσει αφ΄ενός να διορίζεται Πρωθυπουργός πρόσωπο που έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής (άρθρο 37 παρ.2 του Συντάγματος), και αφ΄ετέρου η νέα Κυβέρνηση να ζητά την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής για να αρχίσει τη λειτουργία της (άρθρο 84 παρ.1). Την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής μπορεί να ζητά η Κυβέρνηση και οποτεδήποτε άλλοτε κατά τη διάρκεια της θητείας της (άρθρο 84 παρ.1), ενώ η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση με την ψήφιση πρότασης δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ.2).

Το Σύνταγμα επομένως προβλέπει πως η «νέα» Κυβέρνηση οφείλει υποχρεωτικά να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Είναι προφανές ότι «νέα» Κυβέρνηση, που κατά το Σύνταγμα υποχρεούται να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής είναι η Κυβέρνηση που προκύπτει αμέσως μετά από εκλογές, καθώς και η Κυβέρνηση που σχηματίζεται μέσα από την επιτυχή έκβαση των διερευνητικών εντολών μετά από παραίτηση (σε ορισμένες περιπτώσεις) ή καταψήφιση της προηγούμενης Κυβέρνησης από τη Βουλή. Στις περιπτώσεις αυτές το κριτήριο της νέας Κυβέρνησης προκύπτει με σαφήνεια από την ορκωμοσία νέου πρωθυπουργού ή νέα ορκωμοσία του ίδιου Πρωθυπουργού.

Τι ισχύει όμως στις περιπτώσεις των κυβερνήσεων συνεργασίας, όπου έχουμε διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού με την αποχώρηση ενός από τους κυβερνητικούς εταίρους από την Κυβέρνηση, χωρίς να έχουμε ορκωμοσία νέου πρωθυπουργού ή νέα ορκωμοσία του ίδιου Πρωθυπουργού; Η νέα Κυβέρνηση που προέκυψε μετά την απόσυρση από τη ΔΗΜ.ΑΡ των υπουργών που συμμετείχαν στον κυβερνητικό συνασπισμό και τον σχηματισμό δικομματικής Κυβέρνησης μόνο από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί , κατά τη γνώμη μου, απλώς «ανασχηματισμό» της Κυβέρνησης αλλά σχηματισμό «νέας» Κυβέρνησης, η οποία θα όφειλε κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.

Και μπορεί στις μονοκομματικές κυβερνήσεις το πολιτικά και συνταγματικά κρίσιμο στοιχείο για τη δεδηλωμένη και την εμπιστοσύνη της Βουλής να είναι το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, στις κυβερνήσεις συνεργασίας όμως, όπου κανένα κόμμα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή το κριτήριο για το αν η νέα Κυβέρνηση διαθέτει ή όχι την εμπιστοσύνη της δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας επιτάσσουν και την ανάλογη ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων : αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε τόσο από την κατά το άρθρο 37 παρ.2 και 3 του Συντάγματος διαδικασία των διερευνητικών εντολών όσο και από την κατά το άρθρο 85 αρχή της συλλογικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης

Σπεύδω να διευκρινίσω πως το ζήτημα δεν είναι ζήτημα αριθμού ψήφων, ούτε απλώς ζήτημα τυπικό. Κατά πάσα βεβαιότητα η σημερινή Κυβέρνηση θα ελάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Άλλωστε, κατά μία άποψη, ακόμη και η αρχική ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να δοθεί και από την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (άρθρο 84 παρ. 6 του Συντάγματος).

Το ζήτημα είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: Αφορά τον σεβασμό του πολιτεύματος, δηλαδή την ουσία της κοινοβουλευτικής αρχής και άρα την ουσία της ίδιας της δημοκρατικής αρχής. Η κοινοβουλευτική αρχή πραγματώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αξιώνοντας τη νομιμοποίηση της νέας Κυβέρνησης. Και η νομιμοποίηση αυτή δεν μπορεί να προκύπτει απλά κατά τεκμήριο όταν το ένα από τα τρία κόμματα που συναποτελούσαν την Κυβέρνηση αποσύρεται από αυτήν.

Εξηγούμαι: Η προηγούμενη Κυβέρνηση που είχε προκύψει από τις περσυνές διπλές εκλογές είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης ως τριμερής Κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων, στη βάση μιας τριμερούς ιδεολογικής, πολιτικής και προγραμματικής συμφωνίας. Η ψήφος εμπιστοσύνης που δόθηκε τότε στην Κυβέρνηση δόθηκε στη βάση αυτής ακριβώς της τριμερούς συνεργασίας, η οποία και καθόρισε τριμερώς το κυβερνητικό πρόγραμμα που εκτέθηκε, συζητήθηκε και ψηφίστηκε από τη Βουλή.

Αυτό το κυβερνητικό πρόγραμμα για το οποίο είχε αποφανθεί η Βουλή, σήμερα αλλάζει: Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος μίλησε για επικαιροποίηση του προγράμματος, ενώ και οι δύο εταίροι χαράσσουν εκ νέου τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης και επανορίζουν τον τρόπο συνεργασίας μεταξύ τους. Είναι επομένως ρητά δηλωμένο από την ίδια την κυβέρνηση και απόλυτα σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με «νέα» Κυβέρνηση με ανανεωμένο πρόγραμμα και πολιτική, καθώς και με νέα σύνθεση κομμάτων που τη στηρίζουν στη Βουλή. Κάτι, που οφείλουν τα ίδια να σεβαστούν.

Η ουσία της κοινοβουλευτικής αρχής θα ήθελε λοιπόν στην περίπτωση αυτή να διεξαχθεί στη Βουλή – δηλαδή στο κατ΄εξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο – η συζήτηση για το ανανεωμένο αυτό πρόγραμμα και σχήμα της νέας Κυβέρνησης. Η συζήτηση στη Βουλή θα διασφάλιζε το διάλογο, τη διατύπωση των επιχειρημάτων πλειοψηφιών και μειοψηφιών, τη δημοσιότητα και κυρίως την εξωτερίκευση της συμμόρφωσης προς την ουσία της αρχής της δεδηλωμένης.

Η μονομερής ή διμερής ανακοίνωση των πολιτικών που θα ακολουθήσει η νέα Κυβέρνηση εκ μέρους του Πρωθυπουργού ή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί για να καλύψει τη νομιμοποιητική λειτουργία των ενδοκοινοβουλιακών διαδικασιών για τη διασφάλιση της δημοκρατικής αρχής. Αντίθετα, η συζήτηση στη Βουλή και η «ανανέωση» της εμπιστοσύνης της προς τη «νέα» Κυβέρνηση θα ενδυνάμωνε τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος, ειδικά σε τούτη την περίοδο κρίσης, ενώ θα έδινε και νέα νομιμοποίηση στην προσδοκία της Κυβέρνησης να εξαντλήσει την τετραετία.

Η κυρία Νέδα Αθ. Κανελλοπούλου – Μαλούχου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια του Συνταγματικού Δικαίου