Μεταφράζοντας πρόσφατα ένα βιβλίο που διαδραματίζεται κατά μεγάλο μέρος στην Τσεχοσλοβακία, είδα να γίνεται λόγος για τη δίκη της Μιλάντα Χοράκοβα. Το όνομα κάτι μου θύμιζε, πιθανότατα από παλαιότερα διαβάσματά μου. Ετσι κάπως άρχισα να αναζητώ περισσότερες πληροφορίες, τις οποίες και βρήκα.
Η Μιλάντα Χοράκοβα (1901-50) λοιπόν ήταν επιφανής νομικός, πρωτοπόρα φυσιογνωμία του διεθνούς γυναικείου κινήματος και ηγετικό στέλεχος του ΕΣΚΤ, του (σοσιαλδημοκρατικού ή κεντροαριστερού, θα λέγαμε με σημερινούς όρους) κόμματος του Mπένες, προέδρου της προπολεμικής (1935-38) και μεταπολεμικής (1946-48) Τσεχοσλοβακίας και πρωθυπουργού της εξόριστης (1939-45) τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης. Αγωνίστρια της αντίστασης κατά των Γερμανών, η Χοράκοβα βασανίστηκε από την Γκεστάπο, καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο, για να καταλήξει στο στρατόπεδο του Τερεζίν και σε φυλακές της Γερμανίας. Με το τέλος του πολέμου, το 1945, επέστρεψε στη χώρα της, όπου και εξελέγη (1946) στο κοινοβούλιο. Το 1948, όταν το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία, παραιτήθηκε από το αξίωμά της. Παρά τις προτροπές ντόπιων και αλλοδαπών φίλων της να φύγει από τη χώρα προτού να είναι αργά (κάτι που πρόλαβε και έκανε ο σύζυγός της), εκείνη δεν δέχθηκε, απαντώντας «αυτή είναι η χώρα μου» και «δεν έχω κάνει κάτι ώστε να έχω λόγο να φύγω».
Τον Σεπτέμβριο του 1949 τη συνέλαβαν, με την κατηγορία ότι ήταν επικεφαλής δικτύου κατασκοπείας και δολιοφθορών! Οι τσεχοσλοβακικές υπηρεσίες ασφαλείας, με τη συνδρομή ανθρώπων της KGB που είχαν έρθει ειδικά από τη Μόσχα για να «μαγειρέψουν» τα κατηγορητήρια (ποιος θα μπορούσε, πράγματι, να τους συναγωνιστεί ως προς αυτή την τεχνογνωσία;), την υπέβαλαν σε παρατεταμένα βασανιστήρια, σωματικά και ψυχολογικά. Ωστόσο η Χοράκοβα δεν δέχθηκε να παίξει το παιχνίδι των βασανιστών της, γνωστό από τις διαβόητες Δίκες της Μόσχας στη δεκαετία του 1930: να συμμετάσχει δηλαδή στη σκηνοθετημένη διαδικασία που απαιτούσε «ομολογίες» από τους κατηγορουμένους. Το καθεστώς, με άλλα λόγια, επεδίωκε ακόμα μία από τις διεθνώς γνωστές ως show trials παρωδίες. Παράλληλα, σε συνεδριάσεις των κομμουνιστικών κομματικών οργανώσεων και πυρήνων, με βάση την «ενημέρωση» που τους γινόταν, οι παρόντες ομόφωνα (αλίμονο…) αποφαίνονταν ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι (πλάνα από τέτοιες συνεδριάσεις αλλά και αποσπάσματα από τη δίκη υπάρχουν στο YouTube). Λίγο προτού οδηγηθεί στην αγχόνη, μαζί με άλλους τρεις συγκατηγορούμενούς της, η Χοράκοβα έγραψε ένα «αποχαιρετιστήριο» γράμμα προς τη δεκαεπτάχρονη κόρη της, το οποίο βέβαια ποτέ δεν έφθασε στα χέρια της –όπως δεν της δόθηκε ποτέ και το πτώμα της μητέρας της για να το θάψει.
Σήμερα, η μνήμη της Χοράκοβα, αλλά και άλλων που δολοφονήθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς (όπως ο στρατηγός Ελιόντορ Πίκα, το 1949), τιμάται από τη Δημοκρατία της Τσεχίας. Υπάρχει κενοτάφιο με προτομή της σε νεκροταφείο της Πράγας, το όνομά της έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης, ενώ και η 27η Ιουνίου, ημέρα του απαγχονισμού της –και αφορμή, κατά μία έννοια, για να γραφτεί αυτό το κείμενο –έχει οριστεί επίσημη «Ημέρα μνήμης για τα θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, λίγο προτού απαγχονιστεί η Χοράκοβα, έγινε προσπάθεια διεθνούς κινητοποίησης ώστε (τουλάχιστον) να μην εκτελεστεί η ποινή που της είχε επιβληθεί. Κανείς από τους «ευαίσθητους καλλιτέχνες» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (Αραγκόν, Ελυάρ, Πικάσο κ.ά.) δεν δέχθηκε να υπογράψει. Μάλιστα, οι ίδιοι αυτοί φάροι του διεθνούς «προοδευτισμού», δύο χρόνια αργότερα, δεν θα υπογράψουν καν για να μην εκτελεστούν ο Ρούντολφ Σλάνσκι και άλλα ως πρόσφατα ηγετικά στελέχη του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, προβάλλοντας το ανατριχιαστικό επιχείρημα «μα, αφού ομολογούν την ενοχή τους» (δεν ήξεραν πώς ομολογούσαν…).
Αυτά είναι λοιπόν τα πραγματικά περιστατικά. Οσο για τα συμπεράσματα, ας βγάλει ο καθένας τα δικά του. Στην ερώτημα πάντως κάποιων καλών φίλων «τι θέλεις και τα σκαλίζεις τώρα αυτά;», απαντώ συνήθως ότι κάπου, κάποιοι, κάποτε θα πρέπει να μιλήσουν για τα θύματα αυτού του πολιτικού κανιβαλισμού, τα οποία έξω από τη χώρα τους παραμένουν εντελώς άγνωστα, χωρίς ποτέ κανείς να «έχει κλάψει» γι’ αυτά. Επιπλέον, για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας και του απαρτχάιντ, δικαιούνται να αγανακτούν και να μιλάνε μόνο όσοι θρηνούν και εξανίστανται εξίσου για τα γκουλάγκ και για τα άλλα εγκλήματα του σταλινισμού, θύματα του οποίου, ας μην ξεχνάμε, υπήρξαν και μερικά εκατομμύρια(!) κομμουνιστές.
Εσχατο, και κάπως πιο «υποκειμενικό» ίσως: προσωπικά, νιώθω ένα είδος ενοχής απέναντι στα θύματα του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Την ενοχή εκείνου που, όταν τραβήχτηκε η γραμμή του μοιράσματος της Ευρώπης, είχε την τύχη να βρεθεί από την «καλή» (με όλα τα κουσούρια της…) πλευρά. Κατά μία έννοια, το τίμημα για να αποφύγουμε εμείς, ως χώρα και ως κοινωνία, την κόλαση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, το πλήρωσαν εκείνοι που έζησαν σε καθεστώς «υπαρκτού σοσιαλισμού», και πρωτίστως τα θύματά του, όπως η Μιλάντα Χοράκοβα. Με την πρώτη ευκαιρία που θα βρεθώ ξανά στην Πράγα, θα πάω λοιπόν να αφήσω λίγα λουλούδια στο κενοτάφιό της. Δυστυχώς, είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για εκείνη –εκτός βέβαια από το να γράψω αυτό το κείμενο.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ