Από την αρχή της κρίσης η κοινωνία μας βομβαρδίζεται με κάθε είδους βερμπαλισμούς σχετικούς με την ανάπτυξη. Μάλιστα πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός πρωθυπουργός, άρχισαν να μιλούν προτού καλά-καλά ληφθούν τα πρώτα μέτρα προσαρμογής, προτού δηλαδή πατήσουμε φρένο σε ένα τρένο που ήταν βέβαιο, ότι στην επόμενη μικρή στροφή θα εκτροχιαζόταν. Κατά την άποψή τους θα έπρεπε την ώρα που φρέναρε να ρίξουμε κάρβουνο στη μηχανή. Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια να διαλυθεί η μηχανή και το τρένο να πέσει στον γκρεμό.
Τα πράγματα όμως, έπειτα από πέντε χρόνια ύφεσης, 25% μείωσης του ΑΕΠ και 1,4 εκατ. ανέργους, βρίσκονται σε ένα άλλο σημείο ισορροπίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτό το σημείο δείχνει ότι η οικονομία σταθεροποιείται μετά την περιπέτεια της ύφεσης. Δυστυχώς, παρά τις προβαλλόμενες θετικές δηλώσεις από εθνικούς και αλλοδαπούς αξιωματούχους και αναλυτές, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Αλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών, ενώ μας διαβεβαιώνει ότι οσονούπω βγαίνουμε από το τούνελ, από την άλλη δεν κρύβει ότι έχουμε να διανύσουμε ακόμη το 1/3 της διαδρομής.
Για να έχουν κάποια πρακτική σημασία οι αισιόδοξες δηλώσεις και προβλέψεις, θα πρέπει να δείχνουν ότι ένα ή περισσότερα από τα βασικά μεγέθη που διαμορφώνουν συνθήκες ισορροπίας και εν συνεχεία ανάκαμψης έχει βελτιωθεί. Αυτά είναι η κατανάλωση, η επένδυση, η συμβολή του κρατικού τομέα και το εξωτερικό εμπόριο. Κανένα από αυτά τα μεγέθη δεν έχει θετικό πρόσημο.
Με δεδομένο ότι μας έχει επιβληθεί από τους δανειστές η άσκηση μιας προκυκλικής καταστροφικής πολιτικής, οι μοναδικοί τομείς που η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα για να ανακόψει την πτωτική πορεία είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Οι εγχώριες επενδύσεις είναι ανύπαρκτες, όχι μόνο λόγω απροθυμίας των επιχειρηματιών. Το κράτος αποδείχθηκε ανήμπορο να προωθήσει τα 180 επιλεγμένα επενδυτικά σχέδια του ΕΣΠΑ, όσο και τα βαλτωμένα 30 δημόσια έργα προϋπολογισμού 6 δισ. ευρώ (Μελέτη McKinsey). Οι προσπάθειες που έγιναν ως τώρα για προσέλκυση επενδύσεων από τις ασιατικές και αραβικές χώρες, με εξαίρεση την Κόσκο που ήταν ήδη εγκατεστημένη στο μεγάλο λιμάνι, έπεσαν στο κενό.
Η απροθυμία των επιχειρηματιών, Ελλήνων ή ξένων, να επενδύσουν στην Ελλάδα βασίζεται στην αδυναμία μας να επιλύσουμε βασικά διαρθρωτικά προβλήματα. Η μείωση της γραφειοκρατίας (και της διαφθοράς), το σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό σύστημα, η γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης και η επαναλειτουργία του τραπεζικού μας συστήματος αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις. Δεν αρκεί όμως!
Για να ανακάμψει η οικονομία θα πρέπει να εισρεύσει στην πραγματική οικονομία ρευστότητα. Είτε μέσω τραπεζικών δανείων, για κεφάλαια κίνησης, είτε μέσω ΕΣΠΑ και ΕΤΕπ, για επενδύσεις, κυρίως σε ΜΜΕ. Ετσι, θα ενισχυθεί η ζήτηση για καταναλωτικά και επενδυτικά αγαθά τόσο από το εξωτερικό όσο και από την εσωτερική αγορά. Με αυτόν τον τρόπο θα οικοδομηθούν θετικές προσδοκίες που αποτελούν προϋπόθεση κάθε επιχειρηματικής δράσης. Αν δεν προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές σύντομα και δεν ενισχυθεί η ζήτηση τότε είναι βέβαιο ότι το 2013 δεν θα είναι το τελευταίο έτος της ύφεσης.
*Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς