Αφού δεν υπάρχουν «δημόσιοι εκδοτικοί οίκοι», «δημόσιες κινηματογραφικές εταιρείες», «δημόσιες εφημερίδες», γιατί να υπάρχει «δημόσια τηλεόραση»; Το ερώτημα δεν τέθηκε στον δημόσιο διάλογο που γίνεται αυτές τις ημέρες με αφορμή τη βίαιη κατάργηση της ΕΡΤ· θεωρείται αυτονόητο πως πρέπει να υπάρχει, αφού όλες οι χώρες του κόσμου έχουν δημόσια τηλεόραση –με μία σημαντική εξαίρεση, τις ΗΠΑ. Οπως αυτονόητο ήταν πριν πολλές (ή και μερικές μόνο) δεκαετίες ότι τα βιβλία έπρεπε να έχουν την άδεια των ηγεμόνων ή των εκκλησιών προτού τυπωθούν, ότι εφημερίδες μπορούν να εκδίδουν μόνο όσοι έπαιρναν σχετική άδεια από τις Αρχές και ότι οι ταινίες έπρεπε να ελέγχονται προτού προβληθούν –η προληπτική λογοκρισία σε ταινίες και τραγούδια καταργήθηκε στη χώρα μας μόλις το 1982.
Η απελευθέρωση του λόγου από την πολιτική εξουσία κατακτήθηκε αργά και βασανιστικά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν μέρος του συνολικού εκδημοκρατισμού των κοινωνιών που επιτεύχθηκε με τις αστικές επαναστάσεις. Ακόμα και σε χώρες όπως η Αγγλία, όπου η ελευθερία έκδοσης βιβλίων και εφημερίδων κατακτήθηκε λίγο πριν από το 1700, υπήρχαν δρακόντειοι νόμοι περί «περιύβρισης αρχής» και «έσχατης προδοσίας» που χρησιμοποιούνταν εναντίον των εφημερίδων και αντίστοιχοι νόμοι περί «προσβολής της δημοσίας αιδούς» που χρησιμοποιούνταν για την απαγόρευση βιβλίων. Ομως κατά τη δεκαετία του 1920, όταν εμφανίζονται οι πρώτοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, όλοι αυτοί οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου έχουν εκλείψει στην Ευρώπη (εξαιρείται φυσικά η κομμουνιστική Ρωσία), γιατί λοιπόν δημιουργούνται μόνο κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, που αποτέλεσαν τους προγόνους των τηλεοπτικών σταθμών;
Διότι οι καιροί στη μεσοπολεμική Ευρώπη είναι πολύ δύσκολοι: μόλις έχει τελειώσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει γίνει επανάσταση στη Ρωσία, ο Μουσολίνι, ο Ντε Ριβέρα και ο Σαλαζάρ εγκαθιδρύουν δικτατορίες στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, τα πραξικοπήματα δίνουν και παίρνουν στα Βαλκάνια, ο Χίτλερ κατακτά την εξουσία. Τα κράτη φοβούνται το ραδιόφωνο, όπως τους προηγούμενους αιώνες φοβόντουσαν τα έντυπα: το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι μπορούν να λάβουν την ίδια στιγμή το ίδιο μήνυμα στους δέκτες τους είναι πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας, αντιμετωπίζεται ως μέγιστος κίνδυνος από τα δημοκρατικά καθεστώτα, ως μοναδική ευκαιρία προπαγάνδας από τους δημαγωγούς και τους δικτάτορες.
Οι πρώτοι σταθμοί στην Ευρώπη είναι ιδιωτικοί, τους δημιουργούν οι εταιρείες που κατασκευάζουν πομπούς και δέκτες με την άδεια (ή συμμετοχή) των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών γιατί αυτές ελέγχουν το φάσμα συχνοτήτων: η ραδιοφωνία είναι τεχνολογική επέκταση του ασύρματου τηλέγραφου, που είναι επέκταση του ενσύρματου, που είναι επέκταση των ταχυδρομείων. Ακόμα και το BBC το 1922 ως ιδιωτική εταιρεία ιδρύεται, το 1926 με τη λήξη της πρώτης άδειας που είχε δοθεί θα γίνει ο δημόσιος οργανισμός που γνωρίζουμε σήμερα. Η τηλοψία θεωρήθηκε επέκταση της ραδιοφωνίας και κατά τον ίδιο τρόπο (και για τους ίδιους λόγους) παραχωρήθηκε στα υπάρχοντα δημόσια ραδιοφωνικά ιδρύματα.
Στις ΗΠΑ, που δεν είχαν τα πολιτικά προβλήματα της Ευρώπης, οι σταθμοί παρέμειναν ιδιωτικοί. Τα PBS, APN, APT και πολλά άλλα δίκτυα (εθνικής ή περιφερειακής εμβέλειας) που αυτοχαρακτηρίζονται (και είναι) «δημόσια» αποτελούν συνεταιρισμούς εκατοντάδων μικρών τοπικών μη εμπορικών σταθμών που μοιράζονται προγράμματα μεταξύ τους, διατηρώντας όμως απολύτως την αυτονομία τους. Υπάρχει κρατική επιχορήγησή τους που διανέμεται μέσω του CPB (Corporation of Public Broadcasting) η οποία όμως αντιπροσωπεύει μόλις 10%-20% των εσόδων τους. Τα υπόλοιπα, κατά 60% είναι εισφορές των μελών των σωματείων στους οποίους ανήκουν οι σταθμοί και χορηγίες και 20% ενίσχυση από τις Πολιτείες ή τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.
Για εντελώς διαφορετικούς λόγους, δημοκρατίες και αυταρχικά καθεστώτα κρατικοποίησαν στον Μεσοπόλεμο τη ραδιοφωνία και το παράδειγμά τους ακολούθησαν τα κατά κανόνα ελάχιστα δημοκρατικά καθεστώτα που αναδύθηκαν σε όλες τις ηπείρους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ευρώπη, οι δημόσιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί είχαν πια γίνει σαν τις τράπεζες: too big to fall. Οταν κατά τη δεκαετία του 1980 άρχισε η μαζική διαδικασία «απορρύθμισης» της ραδιοτηλεόρασης, τα περισσότερα κράτη πούλησαν σε ιδιώτες κάποιους από τους υπάρχοντες δημόσιους σταθμούς, ακριβώς επειδή δεν είχαν την πολιτική δυνατότητα να τους κλείσουν. Οπου δεν συνέβη αυτό, όπως στην Ιταλία, είναι επειδή τα δημόσια μέσα είχαν μοιραστεί στα βασικά κόμματα.
Ητοι, ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος από την πολιτική εξουσία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων δεν είχε να κάνει με λόγους «δημοσίου συμφέροντος» που να αφορούν τον πολιτισμό και την ψυχαγωγία, δηλαδή τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα παρακολουθούμε, αλλά με λόγους πολιτικούς, καθεστωτικούς ή κομματικούς: ενδιέφερε η πολιτική δύναμη του μέσου, κυρίως η τεράστια εμβέλειά του γιατί δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει ραδιόφωνο ή τηλεόραση. Τα λίγα λεπτά την ημέρα που τα δελτία ειδήσεων αφιερώνουν στην εσωτερική πολιτική ήταν ο λόγος δημιουργίας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών ιδρυμάτων και όσων σήμερα συντηρούνται παρά την ελάχιστη ακροαματικότητά τους σε διάφορες χώρες, όπως και στην Ελλάδα.
Η χώρα μας έχει επιπλέον την επαίσχυντη ευρωπαϊκή μοναδικότητα να ορίζει με σαφήνεια στο Σύνταγμά της (άρθρο 15) ότι «Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους». Εντάχθηκαν στο Σύνταγμα στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα του 1952 και έκτοτε παραμένουν γιατί οι έλληνες πολιτικοί δεν έχουν συμβιβαστεί με τον πλουραλισμό και την πολυφωνία, θέλουν τα μέσα υποχείριά τους. Για τούτο και οι διατάξεις περί βασικού μετόχου (στο Σύνταγμα ξανά) που δεν εφαρμόζονται λόγω της απειλής κυρώσεων από την ΕΕ, για τούτο επέτρεψαν να ιδρυθούν χιλιάδες ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, για τούτο δεν τους δίνουν άδειες, για τούτο η ΕΡΤ κατάντησε όπως κατάντησε. Τους ενδιαφέρει είτε να ελέγχουν άμεσα τα μέντια (ΕΡΤ ή ΝΕΡΙΤ) είτε να είναι μικρά και αδύναμα οικονομικά –για τούτο και τα φτηνιάρικα προγράμματα, αφού το μοναδικό έσοδο, τα διαφημιστικά κονδύλια, μοιράζονται σε τόσο πολλούς σταθμούς. Εχω επανειλημμένα αρθρογραφήσει για όλα αυτά, δεν θα επεκταθώ, στην ιντερνετική έκδοση του κειμένου θα υπάρχουν παραπομπές για όσους ενδιαφέρονται.
Η χώρα μας δεν χρειάζεται «ΝΕΡΙΤ», ειδικά αυτή την εποχή που παγκοσμίως οι σταθμοί αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα αντίστοιχα με αυτά των εφημερίδων λόγω των νέων διαύλων επικοινωνίας, πρωτίστως του Internet. Χρειαζόμαστε σύστημα ανάλογο με το αμερικανικό, όπου το κράτος θα ενισχύει μη κερδοσκοπικούς σταθμούς και δίκτυα. Αυτά που σχεδιάζονται δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα οδηγήσουν σε νέα ΕΡΤ –στην καλύτερη περίπτωση, οι κομματικές ποσοστώσεις θα είναι δικαιότερες και ίσως μας κοστίζει φθηνότερα. Πολύ μικρό βήμα σε σχέση με τον σάλο που δημιουργήθηκε και τους κινδύνους που αντιμετωπίσαμε. Προφανώς στενοχωριέμαι για τους ανέργους –αλλά είναι λιγότεροι από όσους απολύθηκαν από εφημερίδες και σταθμούς τα τελευταία χρόνια και από όσους θα απολυθούν. Το μεντιακό σύστημα στην Ελλάδα καταρρέει, δεν μπορεί να συντηρηθεί.

Διαβάστε επίσης:

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ