Η Ελλάδα ως χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει διανύσει μακρά διαδρομή στην προσπάθειά της να «σταθεί» ισότιμα δίπλα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ανάμεσα σε άλλα, η αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων και η διεύρυνση της κλίμακας των νέων ανθρώπων με πρόσβαση στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης αποτέλεσαν εθνικό στόχο τoυ ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Ως εκ τούτου δημιουργήθηκε το κοινωνικό κράτος το οποίο αποτελεί δείκτη πολιτισμού για μια χώρα, προάγει την ανθρώπινη οντότητα και «υπηρετεί» την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι μεταρρυθμίσεις και οι υποδομές στους χώρους της υγείας και της παιδείας, η εξασφάλιση και η δημιουργία δηλαδή των προϋποθέσεων ώστε όλοι οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου παροχές υγείας και παιδείας αποτέλεσαν τους πυλώνες της εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητας.

Ωστόσο τίθεται το ερώτημα και ο προβληματισμός. Από πού αντλεί τη χρηματοδότησή του το κοινωνικό κράτος; Ενώ δηλαδή εξασφαλίζει ποιότητα ζωής και λειτουργεί ενισχυτικά στην παραγωγή, αποτελεί παράγοντα παραγωγής και ανάπτυξης το ίδιο, ώστε να αυτοχρηματοδοτείται και να συμβάλλει περαιτέρω στη στήριξη της ελληνικής οικονομίας; Μήπως αντίθετα, το κοινωνικό κράτος υιοθετήθηκε από χώρες του εξωτερικού όπως η Γερμανία και η Γαλλία οι οποίες όμως διέθεταν την ανάλογη παραγωγική διαδικασία και το μηχανισμό στήριξής του, κάτι το οποίο δεν ίσχυε στην περίπτωση της Ελλάδας; Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να καταφεύγει στο δανεισμό για την εξασφάλιση της παροχής των υπηρεσιών προς τους πολίτες;

Από την άλλη πλευρά πληθώρα νέων μορφωμένων ανθρώπων, με τυπικά προσόντα όπως είναι οι τίτλοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών που κατέχουν, διεκδικούν την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία και αδημονούν να αποτελέσουν το πρωτογενές κύτταρο που θα ανατροφοδοτήσει την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα στη δύσκολη συγκυρία στην οποία έχει περιέλθει. Επιπλέον οι νέοι σήμερα αξιοποιούν σε μέγιστο βαθμό την ανάπτυξη των επικοινωνιών. Έχουν άμεση πρόσβαση στην πληροφορία μέσω του διαδικτύου, παρακολουθούν τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς της αγοράς, συμμετέχουν σε διάφορα πανεπιστημιακά προγράμματα όπως είναι τα Erasmus, ενημερώνονται για τα νέα επιτεύγματα της επιστήμης, οπουδήποτε και αν λαμβάνουν χώρα αυτά ή δημιουργούν, τέλος διαπροσωπικές σχέσεις με τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Πρόκειται δηλαδή για μια νέα γενιά ανθρώπων με υψηλό επίπεδο σπουδών που γνωρίζει τα δεδομένα της εποχής, έχει εξοικειωθεί με την επέκταση της αγοράς και έχει «κατακτήσει» την Ενωμένη Ευρώπη. Κι ενώ αποφοιτά από τα πανεπιστήμια κάθε χρόνο ένας σεβαστός αριθμός ατόμων, περί τις 60.000-65.000 με προσωπικές περγαμηνές και αξιόλογες προοπτικές, το ζητούμενο και ο νέος εθνικός στόχος είναι να μπορέσουν τα άτομα αυτά να ενταχθούν σε αναπτυξιακές και παραγωγικές διαδικασίες. Η ανάγκη είναι επιτακτική.

Σε αυτό το σημείο ο ρόλος του κράτους καθίσταται καίριος και καταλυτικός. Πρέπει να αναπροσαρμόσει τα δεδομένα στις επιταγές της σύγχρονης εποχής. Η αξιοποίηση και απορρόφηση των μορφωμένων ανθρώπων στην παραγωγική διαδικασία, στην έρευνα, στις καινοτόμες δράσεις και στους χώρους της τεχνολογίας και της πληροφορίας θα αποτελέσει τον τροχό της ανάπτυξης για τη χώρα που θα την οδηγήσει σε νέους ελπιδοφόρους δρόμους.

Η Ελλάδα, χώρα με μακραίωνη ιστορία και εμπειρία στη ναυτιλία αποτελεί επίσης σταθερό τουριστικό προορισμό για εκατομμύρια τουριστών από όλο τον κόσμο. Η εισροή συναλλάγματος όμως από τους παραπάνω τομείς και από τις περιορισμένες εξαγωγές που γίνονται δεν επαρκεί για να υπερκεραστεί το κόστος από τις εισαγωγές στις οποίες προβαίνει η χώρα.. Από την άλλη πλευρά το κοινωνικό κράτος κινδυνεύει να αποδομηθεί, να υποβαθμιστεί η παροχή υπηρεσιών και να οδηγηθεί στην ουσιαστική του κατάλυση.

Πώς μπορεί να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Η λήψη φορολογικών μέτρων με τη συνεχή επιβολή φόρων σίγουρα δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση. Οι νέοι άνθρωποι μπορούν να αποτελέσουν το παραγωγικό, εκείνο δυναμικό που με τις γνώσεις τους, τις πρωτοπόρες ιδέες και την αστείρευτη ενέργεια που τους διακρίνει θα δώσουν την ώθηση στην οικονομία που χρειάζεται η χώρα. Απαιτείται παράλληλα να ενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό νέοι άνθρωποι-φορείς της νέας πραγματικότητας. Άτομα τα οποία θα προάγουν με τις ιδέες τους την ανάπτυξη στην παραγωγή, το εμπόριο, την έρευνα, την παροχή υπηρεσιών και θα αξιοποιήσουν την εμπειρία των ωριμότερων προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν πραγματοποιηθούν τα παραπάνω και σταματήσει η αφαίμαξη της χώρας από το ζωτικότερο τμήμα της που είναι οι νέοι, η προοπτική μιας διαφορετικής ελληνικής κοινωνίας είναι ορατή. Η ανάπτυξη με την ευρύτερη έννοια του όρου θα σημάνει την εισροή χρήματος που θα εξελίξει και θα αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής των πολιτών με ανατροφοδότηση της υγείας, της παιδείας και των παρεχόμενων υπηρεσιών.