Μερικά χρόνια πριν, η πρόσφατη αναβολή του ταξιδιού του κ. Σαμαρά στη Ουάσινγκτον θα ενεργοποιούσε αναλύσεις επί αναλύσεων για τους λόγους που ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν βρήκε χρόνο να δει τον Έλληνα Πρωθυπουργό ενώ ένας στρατός από τηλε – ειδικούς θα μιλούσε έως και για εθνική τραγωδία, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι τις ίδιες ημέρες ο κ. Ερντογάν γινόταν δεκτός στο Λευκό Οίκο με τις πλέον υψηλές τιμές που διαθέτει το αμερικανικό πρωτόκολλο.

Μολονότι η απουσία υπερ – αναλύσεων και τηλε – ειδικών μόνο θετική μπορεί να χαρακτηριστεί, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η διαρκής αποδυνάμωση της παρουσίας της χώρας μας στην ατζέντα της Ουάσινγκτον και ο τρόπος που εδώ και χρόνια διαχειριζόμαστε τις Αμερικανικές σχέσεις, δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητος. Αναμφίβολα μία χώρα με τις μνημειώδεις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, δεν μπορεί να διεκδικήσει – ούτε και για τις συνήθεις πρακτικές εσωτερικής επικοινωνιακής κατανάλωσης – ρόλο περιφερειακού στρατηγικού εταίρου. Η κατά ένα όμως περίεργο τρόπο, απομάκρυνση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι απότοκο της κρίσης αλλά προϋπήρχε.

Σε μία περίοδο όπου αν μη τι άλλο η Ευρώπη <μας> περνάει τη δική της κρίση, όπου συμμαχίες και φιλίες δοκιμάζονται, όπου τα περισσότερα κράτη έρχονται αντιμέτωπα με τις δικές τους προκλήσεις – αποτυχίες και όπου η γειτονιά της ανατολικής Μεσογείου ξαναγίνεται θέατρο συγκρούσεων και ζυμώσεων, οφείλουμε άμεσα να αναρωτηθούμε γιατί ακόμη και σήμερα – μετά από τόσες ευκαιρίες – δεν έχουμε καταφέρει να κεφαλαιοποιήσουμε την γεωστρατηγική μας θέση, τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, την δυναμική της ομογένειας, την αγάπη και το σεβασμό τόσων πολλών για την Ελλάδα και τελικά να γίνουμε κι εμείς “χρήσιμοι” τόσο πολιτικά όσο και επιχειρηματικά για την Αμερική ή την όποια Αμερική, εν μέσω της τρέχουσας καταιγίδας εξελίξεων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν και θα έχουν μία ιδιαίτερη σχέση με τη χώρα μας που ξεπερνά διαφορετικές αντιλήψεις, ιστορικές συγκυρίες και πολιτικές επιλογές και μολονότι φαίνεται ότι απέχουν από την Ελλάδα, η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια μας στήριξαν με πολλούς τρόπους. Το έκαναν γιατί είχε σημασία για τους ίδιους την δεδομένη στιγμή. Τόσο απλά. Το ίδιο όμως απλά, δεν έχουμε αμερικανικές επενδύσεις, διότι εξίσου απλά η χώρα μας για δεκαετίες επέλεξε να μην στενοχωρήσει ορισμένους κάνοντας διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις που σε κάθε πολιτισμένο μέρος θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ. Επέλεξε να μην ακούει εδώ και χρόνια, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς διεθνείς προσωπικότητες που προέτρεπαν και στο τέλος εκλιπαρούσαν για “πολυτέλειες” όπως διαφάνεια, ισονομία, ευνομία και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο επιχειρηματικότητας και φορολογίας.

Σήμερα όμως που πλέον κάτι αλλάζει στη χώρα μας, είναι φανερό ότι πρέπει ξεπεράσουμε παρωχημένες αντιλήψεις και πρακτικές του χθες που εκ του αποτελέσματος, κρίνονται ανεπαρκείς και να αναζητήσουμε μία ρεαλιστική – μακρόπνοη στρατηγική που με συνέπεια και σοβαρότητα να αξιοποιεί τα συμφέροντα όσων επιθυμούμε να είναι πλάι μας, ενισχύοντας την επίτευξη των δικών μας στρατηγικών στόχων.

Εάν μάθαμε ένα πράγμα από την κρίση που βιώνουμε, είναι να μην περιμένουμε οι λύσεις να έρθουν από άλλους, αλλά να τις διαμορφώσουμε μόνοι μας. Η επανασύνδεση με έναν στρατηγικό εταίρο όπως η Αμερική και η ανάδειξη του ρόλου και της προστιθέμενης αξίας της χώρας μας απέναντι στα όποια συμφέροντά της, δεν μπορεί να βασίζεται και να εξαρτάται από αποσπασματικές πολιτικές ή μικροσυμφέροντα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιδιώκεται μόνο όταν θέλουμε κάτι. Οι σχέσεις χτίζονται και σφυρηλατούνται και απαιτούν αποφάσεις, επιλογές και συνέπεια.

Ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας μας, η ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, οι φοιτητές και επισκέπτες που έρχονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, η μοναδική μας ιστορία και η διαχρονική σημασία του πολιτισμού μας, τα ελληνικά μας προϊόντα που ταξιδεύουν πέρα από τον Ατλαντικό αποτελούν όλα, πυλώνες μία μακρόπνοης και πολυδιάστατης σχέσης η οποία σε πολλούς τομείς δεν έχει κεφαλαιοποιηθεί ποτέ όπως πρέπει.

Οφείλουμε και μπορούμε να βρούμε τον σωστό βηματισμό και να προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά, με άξονα την μεθεπόμενη μέρα και όχι τα συμφέροντα του χθες, διεκδικώντας τις προοπτικές που εμφανίζονται σε αυτό το γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον. Στο χέρι μας είναι να διαμορφώσουμε μία χρήσιμη και τεκμηριωμένα αμοιβαία ωφέλιμη ατζέντα με τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να πετύχουμε να αναδειχθεί η «μικρή» μας Ελλάδα σε έναν εκ των στρατηγικών πυλώνων των Ευρω – Ατλαντικών σχέσεων.