Στο άρθρο αυτό δεν θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο πόσο κακοί είναι οι φόροι επί ακινήτων (και άλλων μορφών περιουσίας εν γένει). Παρ’ ότι υπάρχουν οικονομολόγοι, που δέχονται τέτοιους φόρους, ο ίδιος διαφωνώ, σε δε άλλα μου άρθρα (και βιβλίο) έχω εξηγήσει τις απόψεις μου. Να τονίσω μόνο ότι οι πλείστοι (αν όχι όλοι) των οικονομολόγων, που δέχονται τέτοιους φόρους, δεν έχουν κατά νου την τωρινή ελληνική περίπτωσι, η οποία, μεταξύ άλλων, παραβιάζει βάναυσα την αρχή της φοροδοτικής ικανότητος. (Αρχή, που υπάρχει μες στο Σύνταγμα της Ελλάδος, αλλ’ οι πλείστοι των πολιτικών και των νεοελλήνων φαίνεται πως ΄νοιάζονται μόνο για εκείνα τα άρθρα του Συντάγματος, που προστατεύουν συντεχνίες και μονοπώλια, π.χ., το άρθρο 16, ή τα δικαιώματα των θυτών, αλλ’ όχι των θυμάτων.) Αυτοί λοιπόν οι οικονομολόγοι έχουν κατά νου κυρίως χώρες όπως η Βρεταννία ή η Αμερική, όπου οι φόροι επί των ακινήτων (α) είναι ανταποδοτικοί, (β) παίρνουν υπ’ όψιν σε μεγάλο βαθμό (όχι τελείως) την φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, (γ) εξετάζοναι πολύ σοβαρά απ’ την άποψι της επιπτώσεώς των επί της οικοδομικής και εν γένει οικονομικής δραστηριότητος, αλλά συχνά (καίτοι όχι κατ’ ανάγκην ευθέως και ανοικτά) και απ’ την άποψι της επιπτώσεώς των επί των διαδικασιών συγκροτήσεως της μεσαίας τάξεως, την αναγκαιότητα υπάρξεως της οποίας αι ελίτ αυτών των χωρών δείχνουν να κατανοούν.

Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν οι λόγοι για την φορολογική λαίλαπα κατά των ακινήτων (και της ιδιωτικής περιουσίας εν γένει) – μία λαίλαψ, που, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει αντίστοιχο σε καμμία χώρα της σύγχρονης ιστορίας (χώρα, εννοείται, με ελεύθερη υποτίθεται, οικονομία, στηριζομένη, υποτίθεται, στην ατομική ιδιοκτησία, άρα μη κομμουνιστική).

1ος πιθανός λόγος: Δημοσιονομικές ανάγκες. Παρουσιάζεται ως ο κύριος ή και αποκλειστικός λόγος για την κτηνώδη φορολόγησι των ακινήτων στην μνημονιακή Ελλάδα, σε σημείο πλήρους αδιαφορίας για κάθε άλλο προβληματισμό (π.χ., για την φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων ή την επίπτωσι στην οικοδομική δραστηριότητα και απασχόλησι). Είναι όμως τόσο απλό; Π.χ., βάσει στοιχείων ΕΣΑ, η απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας το Δ’ τρίμηνο 2012 ήταν το 82,2% της απασχολήσεως το Δ’ τρίμηνο 2009, ενώ η απασχόληση ειδικά στις κατασκευές, αντιστοίχως, ήταν το 51,5%, δηλ. ο κλάδος κατασκευών έχασε, αναλογικά, πολύ περισσοτέρους απασχολουμένους (επισήμως, κάπου 177 χιλ.) απ’ ό,τι το σύνολο της οικονομίας. Αν δεχθούμε ότι μόνο το ήμισυ αυτής της απωλείας (δηλ. 88,3 χιλ. άτομα) οφείλεται στις επιπτώσεις της βαρειάς φορολογήσεως ακινήτων (με το άλλο ήμισυ να οφείλεται στην γενικωτέρα ύφεσι), προκύπτει, κατά χονδρικό και μάλλον μετριοπαθή υπολογισμό, ότι η αντίστοιχη απώλεια σε φόρους και εισφορές για το κράτος είναι της τάξεως του 1,1 δις ευρώ. Την ιδία στιγμή η κυβέρνηση ελπίζει, με τον υπό συζήτησι ενιαίο φόρο ακινήτων, να βεβαιώσει φόρους 3,16 δις ευρώ και να εισπράξει 2,7 δις ευρώ – ήτοι, το 40,7% των εισπρακτέων εσόδων (δηλ. 1,1/2,7) θα ΄μπορούσε να είχε προέλθει μόνο απ’ τον κλάδο των κατασκευών, αν δεν είχε αυτός επιβαρυνθή τόσο πολύ με φόρους (και τις προσδοκίες νέων φόρων ως και των επιπτώσεων αυτών).

Βεβαίως αναγνωρίζουμε ότι η έννοια «κλάδος κατασκευών» περιλαμβάνει και κατασκευές πέραν της οικοδομής, αλλ’ απ’ την άλλη δεν έχουμε υπολογίσει τις πολλαπλασιαστικές διασυνδέσεις του κλάδου με άλλους, π.χ., μεταποίηση, λιανεμπόριο και σχετικές υπηρεσίες. Συνολικά, είναι σχεδόν σίγουρο ότι χωρίς την βαρυτάτη φορολόγησι ακινήτων, η ελληνική οικονομία θα είχε προσφέρει στο κράτος τα «απαιτούμενα» για δημοσιονομική προσαρμογή 3,16 δις ευρώ, ενώ, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό, το ψυχολογικό «κλίμα», αλλά και η καταναλωτική δυνατότης των νυν αγρίως φορολογουμένων ΄νοικοκυριών, θα ήταν πολύ καλύτερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξι.

Επίσης, πολύ, πολύ σημαντικό, με μικρότερη φορολόγησι ακινήτων, αι τιμές των κατοικιών θα είχαν μειωθή ολιγώτερο, με συνέπεια τα σχετικά χαρτοφυλάκια τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, ταμείων και ΄νοικοκυριών να είναι ισχυρότερα. (Π.χ., με έτος βάσεως το 1997, ο της Τραπέζης Ελλάδος δείκτης τιμών κατοικιών σε αστικές περιοχές επήγε από 250,1 το Δ’ τρίμηνο 2009, σε 188,8 το Δ’ τρίμηνο 2012.)

Μία άλλη αντίρρηση για την βασιμότητα της επικλήσεως της δημοσιονομικής προσαρμογής ως λόγου για την φορολογική αφαίμαξι ιδιοκτητών ακινήτων είναι γενικωτέρας φύσεως: Επειδή οι φόροι μειώνουν την οικονομική δραστηριότητα (διότι λειτουργούν ως αντικίνητρο, με εξαίρεσι εκείνο το μερίδιο των φόρων, που είναι απαραίτητο για την κρατική Διοίκησι και την επίτευξι εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας, νόμου και τάξεως), η όποια αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να εστιάζεται στην περικοπή δαπανών (κατά ποσοστό τουλάχιστον 75%, κατά την διεθνή βιβλιογραφία) και, βεβαίως, την πάταξι της φοροδιαφυγής. Εδώ, για πολιτικούς λόγους, συνέβη (απ’ το 2010 ως σήμερα) το αντίθετο: 25% μείωση δαπανών, 75% φόροι (επί των συνεπών φορολογουμένων). Εξ άλλου, τι εμπόδισε τις ελληνικές κυβερνήσεις (ιδίως μετά το 2009) να καλέσουν όλους τους φορολογουμένους για «πόθεν έσχες» επί των ακινήτων των; Τι τις εμπόδισε ν’ αντιπαραβάλουν σ’ ένα λογιστικό φύλο (π.χ., Excel) τραπεζικές καταθέσεις το 2008 (ή και μετοχές, μερίδια κ.α.) απ’ την μια και δηλωθέντα εισοδήματα (σε βάθος 10 ή 20 ετών) απ’ την άλλη; Απλά: δεν θέλουν πράγματι να πιάσουν την φοροδιαφυγή!

1ο συμπέρασμα: Η βαρυτάτη φορολόγηση ακινήτων (και όχι μόνο) στην μνημονιακή Ελλάδα οφείλεται, κατ’ αρχήν, σε τρεις λόγους: (α) Αδυναμία της πολιτικής ελίτ ( και της Διοικήσεως) της χώρας να προτείνει ένα πειστικό σχέδιο ανατάξεως της οικονομίας, π.χ., να δείξει ότι τα φορολογικά έσοδα από φόρους ακινήτων (ή μέγα μέρος αυτών) θα ΄μπορούσαν να είχαν μαζευθή από ένα πιο «ζωντανό», ολιγώτερο βεβαρυμένο με φόρους, κλάδο κατασκευών και οικοδομής. Αλλωστε η ιδία και μεγαλύτερη «πατάτα» έγινε με τον φόρο επί του πετρελαίου θερμάνσεως, ίσως και με τον ΦΠΑ στην εστίασι. (β) Απροθυμία της πολιτικής ελίτ (και της Διοικήσεως) της χώρας να ρίξει το βάρος στις περικοπές δαπανών διότι αυτό θα εσήμαινε δραστική μείωσι του Δημοσίου, το οποίο πολιτικοί και συντεχνίες χρειάζονται για να κάνουν ρουσφέτια και/ή απομυζούν πόρους απ’ την εκτός (αντιπαραγωγικού) Δημοσίου κοινωνία. (γ) Απροθυμία πατάξεως της φοροδιαφυγής.

2ος πιθανός λόγος: Η τρόϊκα απαιτεί την αγρία φορολόγησι ειδικά των ακινήτων. Ναι, αλλά γιατί; Εδώ ας είμαστε προσεκτικοί, διότι εμπλέκονται τόσο δικαιολογημένοι λόγοι (εκ μέρους της τρόΪκας) όσο αδικαιολόγητοι (εκ μέρους τόσο της τρόϊκας όσο των ελληνικών κυβερνήσεων), σ’ έναν «αχταρμά», που εξοντώνει ΄νοικοκυριά ανάλγητα, αναίτια και ατελέσφορα (αν υποτεθεί ότι σκοπός τροϊκανών και εγχωρίων ελίτ είναι η ανάπτυξη).

Δικαιολογημένος λόγος εκ μέρους της τρόϊκας: «Αυτοί εκεί κάτω – δηλ. αι διεφθαρμένες και ανίκανες πολιτικές ελίτ του Νότου, προεξαρχούσης της Ελλάδος – αρνούνται να πιάσουν την φοροδιαφυγή ή να μειώσουν το (αντιπαραγωγικό) Δημόσιο. Αφού είναι έτσι, ας απαιτήσουμε να εύρουν όσα λείπουν χάριν της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής από άλλες πηγές, με ευκολώτερο στόχο τα ακίνητα.»

Αδικαιολόγητος λόγος εκ μέρους της τρόϊκας: Το «μέσο» ΄νοικοκυριό του σπάταλου, μη παραγωγικού Νότου (Ελλάς, Κύπρος, Ιταλία κ.α.) είναι πλουσιώτερο απ’ το «μέσο» ΄νοικοκυριό του συνετού, παραγωγικού Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Φιλλανδία κ.α.). Αρα, γιατί να μη συμβάλει με αυτόν του τον πλούτο στην αποπληρωμή των χρεών, που αι «άσωτες» χώρες δημιούργησαν; Πρέπει να συμβάλει! Την θεωρία αυτή ανέπτυξε πρώτος ένας Γάλλος οικονομολόγος το 2010 (νομίζω), τελευταία δε υιοθετείται όλο και περισσότερο από ιθύνοντες και διαμορφωτές γνώμης του Βορρά. Ετσι, στις 17.4.2013, έγραψε το Spiegel:

«Θα ήταν λογικότερο – και δικαιότερο – για τις κτυπημένες απ’ την κρίσι χώρες ν’ ασκήσουν τις εξουσίες των προκειμένου να μειώσουν τα χρέη των, για την ακρίβεια ‘βάζοντας χέρι’ στα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών των περισσότερο απ’ ό,τι έχουν ήδη κάνει. Όπως δείχνει η πλέον πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ, οπωσδήποτε ‘λεφτά υπάρχουν’ αρκετά [από αυτήν την πηγή].»

To Spiegel αναφέρεται στην μελέτη του Απριλίου 2013 της ΕΚΤ, ‘The Eurosystem household Finance and Consumption Survey’. Δεν επαρκεί ο χώρος για λεπτομερή ανάλυσι, όμως η μελέτη, (α) βάσει διαφόρων κριτηρίων (κυρίως της κατοχής ακινήτων), δείχνει ότι τα ΄νοικοκυριά στον Νότο είναι «πλουσιώτερα» απ’ τα ΄νοικοκυριά του Βορρά, (β) παρά τον πληροφοριακό πλούτο, που την χαρακτηρίζει, υποφέρει από σοβαροτάτη μεθοδολογική αδυναμία: δεν παίρνει υπ’ όψιν όλες τις παραμέτρους της εννοίας «πλούτος», όπως τα συνταξιοδιοτικά δικαιώματα των πολιτών από δημόσιες πηγές (ενώ κάνει ανεπαρκή συνυπολογισμό των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων), τα δικαιώματα σε καλή περίθαλψι, σε καλό επίδομα ανεργίας, σε καλές συγκοινωνίες, σε καθαρό περιβάλλον, σε ασφάλεια κ.α. Η παράλειψη είναι σημαντική (καθοριστική ίσως), όχι μόνο επειδή έτσι αγνοείται σημαντικός πλούτος (που εν τέλει, σχεδόν σίγουρα, θ’ ανεδείκνυε τα ΄νοικοκυριά του Βορρά ως πλουσιότερα), αλλά και επειδή υποτιμάται έτσι η διαχρονική ανάγκη των ΄νοικοκυριών του Νότου να επενδύουν σε ακίνητα ακριβώς για να «ισοφαρίσουν» την έλλειψι βεβαιοτήτων όσον αφορά συντάξεις, περίθαλψι και συναφή.

Επιπλέον, το Spiegel σφάλλει και για άλλον λόγο: Η ανάλυσή του (που εν μέρει υποκρύπτει και ένα φθόνο των Γερμανών για τον οικιστικό πλούτο των Ελλήνων) υπονοεί ότι τα δανεικά των προηγουμένων 10ετιών επέτρεψαν την συσσώρευσι ακινήτου περιουσίας στα χέρια των ΄νοικοκυριών του Νότου. Αυτό είναι μόνον εν μέρει αληθές και ολιγώτερο στην Ελλάδα ή την Κύπρο, διότι βασική πηγή της ευκολίας με την οποία οι Ελληνες επενδύαμε σε ακίνητα υπήρξε η ευρυτάτη κατανομή της εγγείου ιδιοκτησίας εν Ελλάδι, λόγω της ιστορικής απουσίας φεουδαρχίας απ’ τον ελλαδικό χώρο. Επίσης, η εισαγωγή χρημάτων από εισοδήματα κερδισμένα στο εξωτερικό από Ελληνες της διασποράς.

Τέλος – και σημαντικότερο όλων: Η μεγάλη άνοδος των τιμών των ακινήτων σε Ελλάδα και Κύπρο (πιθανόν και στον υπόλοιπο Νότο) – άρα η δημιουργία αξιών, που η ΕΚΤ προφανώς αλλά μονομερώς συνυπολόγισε στον «πλούτο» των ΄νοικοκυριών – , ωφείλετο στις ροές χρημάτων (κυρίως δανεικά) απ’ το εξωτερικό προς τον Νότο, τα τελευταία 10-20 χρόνια πριν την κρίσι. Δεν ωφείλετο κυρίως σε εγγενή παραγωγή, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα. Υπήρξε έκτακτο και «δάνειο» φαινόμενο. Τώρα που αυτές αι χώρες δεν έχουν πρόσβασι σε δανεικά όπως πριν, τώρα που αντιμετωπίζουν βαθειά ύφεσι και ήλθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητος, που τις χαρακτήριζε, αι τιμές των ακινήτων πέφτουν. Με την σειρά της, η ακραία φορολογία επί αυτών των ακινήτων επιτείνει την πτώσι. Αρα, πώς ξένοι οικονομολόγοι και άλλοι περιμένουν ότι ο οικιστικός πλούτος είναι δυνατόν «ομαλά» να εξυπηρετήσει το χρέος αυτών των χωρών ή ότι συνδέεται με αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα; Εκτός αν το «σχέδιο» (ή συνωμοσία;) είναι, από τα περίπου 5,3 εκτμ. κατοικίες της Ελλάδος να οδηγηθούν σε δήμευσι τα «φιλέττα» (κάπου 500,000;), που θα πωληθούν σε πλουσίους Ελληνες ή, το πιθανότερο, σε πλουσίους ξένους, κατόπιν δε (και μόνον τότε) θα μειωθούν οι φόροι κατοχής. Σκεφθήτε: 500,000 κατοικίες-φιλέττα επί 300,000 ευρώ η μία δίνει 150 δις ευρώ, άρα το χρέος μειώνεται στο ήμισυ περίπου (και πολύ επάνω απ’ το ήμισυ αν μεσολαβήσει OSI). Φυσικά στην πορεία θα έχει καταστραφή η ελληνική μεσαία τάξη (το 70% του πληθυσμού), ενώ ο κόσμος θα έχει στραφή πολιτικά στον ολοκληρωτισμό, αλλά ποιοί τα έχουν υπολογίσει αυτά; Η τρόϊκα (που δεν έχει δώσει ως τώρα δείγματα συνετούς και σφαιρικής σκέψεως) ή οι Ελληνες πολιτικοί, οι πλείστοι των οποίων είναι οι ίδιοι πλούσιοι (και με καταθέσεις στο εξωτερικό)και δεν τους ΄νοιάζει τίποτε παρά η εξουσία; Ιδού λοιπόν ένας ακόμη αδικαιολόγητος λόγος για τον οποίον Ελληνες πολιτικοί συναίνεσαν στην εξοντωτική φορολόγησι των ακινήτων.

2ο συμπέρασμα: Η βαρυτάτη φορολόγηση των ακινήτων εν Ελλάδι οφείλεται επίσης σε λάθος (ή και υστερόβουλες) αντιλήψεις της τρόϊκας τόσο για την πραγματική αξία του πλούτου αυτού όσο για την φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων, καθώς και στην αδυναμία ή απροθυμία ελληνικών κυβερνήσεων ν’ αντικρούσουν αυτές τις αντιλήψεις.

Κλείνω τονίζοντας ότι ενώπιον του φάσματος υφαρπαγής της περιουσίας των Ελλήνων θα θεριέψει κάποια στιγμή η αντίληψη ότι με επιστροφή στην δραχμή και αποκήρυξι του χρέους θα είμαστε καλύτερα – τι θάχουμε πια να χάσουμε; Το μόνο που φαίνεται προς στιγμήν να εμποδίζει αυτό το σενάριο είναι ίσως το ότι τα εκτός τρικομματικής λοιπά κόμματα είναι και αυτά κρατιστικά ή δεν βλέπουν θετικά την ατομική ιδιοκτησία λόγω ιδεοληψιών. Αλλά μία τέτοια έλλειψη εναλλακτικής έχει και αυτή ημ/νία λήξεως.