Προ ημερών βρέθηκα στην κουζίνα του σπιτιού μιας φίλης να βοηθώ στο σερβίρισμα ενός πολύβουου γεύματος για δύο οικογένειες. Κάποια στιγμή έμεινα μόνη με την 35χρονη μπέιμπι-σίτερ, η οποία έχει αναλάβει εδώ και έξι μήνες τα δύο παιδιά της φίλης. «Μήπως να κόψουμε από τώρα και ένα φρούτο για τα παιδιά;» πρότεινα, για να ελαφρύνω το πηγαινέλα της οικοδέσποινας. Παρακολούθησα την μπέιμπι-σίτερ να κοιτάζει με κάποια αμηχανία το πεπόνι και το μαχαίρι που βρίσκονταν μπροστά της, επάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Δεν ξέρω να το κόψω σωστά» μου είπε χωρίς την παραμικρή συστολή. «Πάντα ο πατέρας μου αναλαμβάνει αυτή τη δουλειά. Δεν μου αρέσει άλλωστε το πεπόνι…». Ενιωσα τρόμο. Μου ήρθε να αρπάξω το κουζινομάχαιρο και να κόψω με λύσσα τον ομφάλιο λώρο. Οχι της 35χρονης μπέιμπι-σίτερ – αυτή ήταν, πλέον, «χαμένη» υπόθεση. Αν μη τι άλλο, εγώ, με τα δικά μου τέκνα, ακόμη κάτι προλαβαίνω.

Την ακριβώς επόμενη ημέρα διάβασα στους «New York Times» ένα άρθρο δύο καθηγητών Ψυχολογίας με τίτλο «When Ηelping Ηurts» (σε ελεύθερη απόδοση, «Οταν η βοήθεια βλάπτει»). Το άρθρο συνοδευόταν από τρία σκίτσα. Στο πρώτο, μια κότα κλωσάει ένα αβγό. Στο αμέσως επόμενο, η κότα κλωσάει ένα νεογνό. Στο τρίτο, η κότα κλωσάει διά της βίας ένα ενήλικο κοτόπουλο. Οι δύο καθηγητές (Φίνκελ και Φιτσζίμονς) παίρνουν ως αφορμή την έρευνα της κοινωνιολόγου Λόρα Τ. Χάμιλτον που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «American Sociological Review», σύμφωνα με την οποία όσο περισσότερα χρήματα επενδύουν οι γονείς στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, τόσο χειρότερους βαθμούς εκείνα θα φέρουν.

Οι δύο καθηγητές περιγράφουν εκτενώς τα δεινά της υπερβολικής «βοήθειας», της υπέρμετρης ανατροφής (της λεγόμενης «ανατροφής-ελικόπτερο»), με τους γονείς να υπαγορεύουν κάθε βήμα του παιδιού, αλλά και να ικανοποιούν προκαταβολικά κάθε ανάγκη του. Το τελικό «προϊόν» στην αλυσίδα συναρμολόγησης είναι ένα πλάσμα αποστραγγισμένο από κάθε έννοια αυτάρκειας και αυτοδυναμίας, το οποίο, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, χρειάζεται εσαεί τον χιλιοπροβαρισμένο γονεϊκό μπούσουλα. Αρκετοί 19χρονοι υποψήφιοι στα μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια (αυτά που ονειρεύεται ήδη από τον πρώτο μήνα της κύησης κάθε συνειδητοποιημένος έλληνας γονιός) υποφέρουν από άγχος και εξάντληση, ενώ αδυνατούν συχνά να αντεπεξέλθουν ακόμη και στις καθιερωμένες για την εισαγωγή τους συνεντεύξεις. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που λένε, χωρίς την παραμικρή αιδώ, στους καθηγητές τους: «Γιατί δεν τηλεφωνείτε καλύτερα στη μητέρα μου;». Σημειωτέον, μεγάλες εταιρείες, όπως η Merrill Lynch, καθιερώνουν «ανοιχτές ημέρες», όπου η μαμά και ο μπαμπάς του νεαρού εργαζόμενου μπορούν να εξετάσουν τις εγκαταστάσεις τους!

Ωστόσο, το άρθρο των «New York Times» πάει πιο μακριά από τους γονείς-ελικόπτερο. Ανιχνεύει τις επιπτώσεις του παρεμβατισμού και της υπερβολικής παροχής βοήθειας σε κάθε τύπου σχέση, με φίλους, συναδέλφους, συντρόφους. Σύμφωνα με τους ειδικούς (και συντάκτες) του άρθρου, η βοήθεια που παρέχουμε σε κάποιον πρέπει να είναι στη σωστή δοσολογία, ώστε να μην του στερεί την αυτάρκεια και το κίνητρο να παλέψει για κάτι. Επιμένουν ότι είναι πολύ πιθανότερο να κυνηγήσεις έναν προσωπικό στόχο (π.χ. να χάσεις κιλά ή να αλλάξεις καριέρα) όταν ο άλλος βρίσκεται μεν δίπλα σου αρωγός και εμψυχωτής, αλλά δεν αποπειράται να σου επιβάλει τη βοήθεια και την καθοδήγησή του.

Ενδεικτικό το παράδειγμα ενός πειράματος που διενεργήθηκε το 2011. Ζητήθηκε από Αμερικανίδες που έδειχναν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υγεία και τη φυσική τους κατάσταση να μιλήσουν για τον τρόπο με τον οποίο οι σύζυγοί τους τις ενθάρρυναν ή όχι προς αυτή την κατεύθυνση. Οπως αποδείχθηκε, εκείνες που εισέπρατταν τη μεγαλύτερη βοήθεια από τον σύζυγό τους είχαν σαφώς πιο ισχνό κίνητρο να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν πιστά μια δίαιτα ή να πάνε στο γυμναστήριο.

Εντάξει, πάντα μπορείς να προσφέρεις τη βοήθειά σου (οι καιροί άλλωστε σήμερα σχεδόν το επιβάλλουν). Αρκεί να μην «ευνουχίζεις» την προσπάθεια του άλλου. Και όταν έρθει η στιγμή, να μπορέσεις να τον αφήσεις μόνο, με το πεπόνι και το μαχαίρι.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουνίου 2013