Είδα το πρόσφατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον φιλμ για τη Χάνα Αρεντ, φιλμ που εστιάζεται στον ρόλο που έπαιξε στη δίκη του Αϊχμαν. Η εβραία φιλόσοφος έγινε γνωστή όχι τόσο για το σημαντικό έργο της πάνω στον ολοκληρωτισμό αλλά για τον τρόπο που ανέλυσε, ως ανταποκρίτρια του «New Yorker», τον χαρακτήρα του παγκοσμίως γνωστού γερμανού εγκληματία πολέμου. Η Αρεντ, αφού παρακολούθησε τη μακρόσυρτη δίκη και διάβασε με προσοχή τις χιλιάδες σελίδες των πρακτικών, διαπίστωσε πως ο Αϊχμαν δεν ήταν ο τύπος του «δαιμονικού» εγκληματία όπως ήταν σίγουρα η περίπτωση του Χίτλερ και της γκανγκστερικής ομάδας γύρω του. Ηταν ένα ανθρωπάκι που, πιστός στον όρκο του στον εθνικό ηγέτη, εκτελούσε διαταγές κατά τυφλό, απόλυτο τρόπο. Ηταν η περίπτωση (στην πιο ακραία μορφή της βέβαια) του δημόσιου υπαλλήλου που, όπως ανέλυσε ο R.K. Merton στην κλασική μελέτη του περί γραφειοκρατίας, η συμπεριφορά του εμπίπτει στη διαδικασία της «μετάθεσης στόχων» (goal displacement).
Κατά τον αμερικανό κοινωνιολόγο, η γραφειοκρατία ως μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (καλών ή κακών) τείνει να γίνεται αυτοσκοπός. Η γραφειοκρατική ιεραρχική λογική απολυτοποιείται. Από αυτή την άποψη, κατά την Αρεντ, το Κακό που παρατηρούμε στην περίπτωση του Αϊχμαν δεν είναι «δαιμονικό» αλλά «μπανάλ». Είναι το Κακό ενός ανθρώπου που, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε στη δίκη του, δεν μισούσε τους εβραίους, απλώς ακολούθησε πιστά και εξαιρετικά αποτελεσματικά οδηγίες εκ των άνω. Με άλλα λόγια, ο Αϊχμαν δεν ήταν ένας μικρός Χίτλερ ή Γκέμπελς. Ηταν ένα ασήμαντο άτομο που έπασχε σε ακραίο βαθμό από τη γραφειοκρατική νόσο της τυφλής υπακοής. Η τυφλή υπακοή έγινε ο κύριος στόχος, όλα τα άλλα αγνοήθηκαν.
Οπως είναι γνωστό, η συντριπτική πλειονότητα των εβραίων ανά τον κόσμο αντέδρασε στην ανάλυση της Αρεντ με απόλυτο σοκ και αποτροπιασμό. Πώς είναι δυνατόν μια εβραία που είχε η ίδια υποφέρει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γαλλία του Πετέν να ερμηνεύει τις απάνθρωπες πράξεις ενός εγκληματία κατά της ανθρωπότητας με τρόπο που άμβλυνε σημαντικά την ενοχή του; Πώς είναι δυνατόν να τον θεώρησε ένα απλό γρανάζι στην αποτρόπαια γραφειοκρατική μηχανή και όχι έναν δαίμονα που είχε απέραντο μίσος κατά των εβραίων;
Η απάντηση της Χάνα Αρεντ στην παραπάνω ερώτηση ήταν πως ο Αϊχμαν, σαν πιστός γερμανός πατριώτης, ακολουθούσε απλά διαταγές εκ των άνω. Το απόλυτο Κακό στην περίπτωσή του ήταν κοινότοπο, με την έννοια πως το βλέπουμε όχι σε «δαιμονικά» υποκείμενα αλλά σε υποκείμενα ρομπότ. Σε άτομα ικανά να βάζουν σε παρένθεση, όταν ο αρχηγός το απαιτεί, κάθε ηθική αξία –ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η υποταγή στη γραφειοκρατική ιεραρχία σημαίνει τη μαζική εξολόθρευση αθώων ανθρώπων.
Κατά τη γνώμη μου αυτό που, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει επισημανθεί στην υπόθεση της Αρεντ είναι πως η θέση της αμβλύνει μεν την ενοχή του Αϊχμαν, αλλά συγχρόνως εντείνει την κριτική του ρόλου που μια μερίδα του γερμανικού πληθυσμού έπαιξε έμμεσα στο Ολοκαύτωμα. Είναι γνωστό πως αυτή η μερίδα του πληθυσμού ενέκρινε και ακολούθησε κατά αυτοματοποιημένο τρόπο τα χιτλερικά στρατηγικά σχέδια, ακόμη και όταν άρχισε να πληροφορείται για τους φούρνους του Αουσβιτς και του Νταχάου. Ακόμη και όταν αντιλήφθηκε πως ο πόλεμος είχε πια χαθεί και πως ο Φύρερ, προσπαθώντας να συνεχίσει την «τελική λύση» του εβραϊκού προβλήματος, εξακολούθησε την τακτική της ολοκληρωτικής εξολόθρευσης των εβραίων, καθώς επίσης της ολοκληρωτικής καταστροφής της Γερμανίας.
Με βάση τα παραπάνω, νομίζω πως η θεωρία της Χάνα Αρεντ είναι η πιο συντριπτική κριτική όχι εναντίον των εγκληματιών τύπου Αϊχμαν αλλά εναντίον μιας μακραίωνης τευτονικής, πρωσικής κουλτούρας που διαμορφώνει υποκείμενα τα οποία βάζουν πάνω από καθετί άλλο την εκτέλεση κρατικών/γραφειοκρατικών διαταγών. Υποκείμενα που περιθωριοποιούν, όταν πρόκειται περί κρατικής εξουσίας, όχι μόνο την ηθική αλλά το σκέπτεσθαι πιο γενικά.
Ισως η κλασική μελέτη του Αντόρνο και των συνεργατών του πάνω στην «αυταρχική προσωπικότητα» να μην είναι τόσο ξεπερασμένη όσο οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες τη θεωρούν. Εχει σίγουρα θεωρητικές και μεθοδολογικές αδυναμίες. Φέρνει όμως στην επιφάνεια μερικές αλήθειες που σήμερα, για διάφορους λόγους, η παγκόσμια κοινότητα τείνει να ξεχνάει.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ