Είναι κάτι μάλλον σπάνιο: η Ευρώπη να κάνει κάποιο βήμα προς μία διεθνή σύγκρουση, όπως συνέβη με την απόφαση της Επιτροπής να άρει το εμπάργκο όπλων προς τους αντάρτες της Συρίας. Και γίνεται ακόμα πιο σπάνιο, όταν, την ίδια στιγμή, η Μόσχα έχει ξεκαθαρίσει ότι στέλνει κι εκείνη όπλα, στην άλλη πλευρά, την κυβερνητική, «απειλώντας» να εφοδιάσει τον Ασαντ με πυραύλους S-300.

Όπως συνέβη και με την υπόθεση της Λιβύης, η Γαλλία είχε, εν προκειμένω μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη σημαντική εξέλιξη. Διαμορφώνεται λοιπόν μία ενδιαφέρουσα εικόνα της ενδοευρωπαικής «κατανομής ρόλων»: η Γερμανία οδηγεί πάντα τις εξελίξεις στην οικονομία με όλες τους τις κοινωνικές και άλλες συνέπιες, αλλά οι παραδοσιακές ευρωπαικές μεταπολεμικές δυνάμεις επιχειρούν να έχουν αναβαθμισμένη παρουσία διεκδικώντας και πάλι τα πρωτεία σε ένα κεντρικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής, που, μάλιστα, αυτή τη φορά, είναι πολύ πιο πολύπλοκο και πολύ πιο σοβαρό για τη διεθνή ισορροπία από ότι την προηγούμενη με την επίθεση κατά του καθεστώτος Καντάφι.

Ενδιαφέρον συνεπώς είναι το γεγονός ότι η Αυστρία έσπευσε να αντιδράσει στην ευρωπαική αυτή απόφαση και να διαχωρίσει τη θέση της απειλώντας με απόσυρση των κυανοκράνων της αν αυτή γίνει πράξη – κάτι που, πάντως, επισήμως φαίνεται ότι δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα. Η Αυστρία, που έχει στείλει μεγάλο αριθμό στρατιωτών υπό τον ΟΗΕ, μπορεί να θεωρείται ένας έμμεσος εκφραστής και της γερμανικής πολιτικής.

Επίσης, είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που, με αυτό τον τρόπο, διαμορφώνεται, προς στιγμή, και ένας νέος συσχετισμός μεταξύ της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του κοινού τους τόπου, του ΝΑΤΟ. Προς στιγμή, καθώς, τελικά, ιδίως όσο η Ουάσιγκτον και η Μόσχα δεν καταλήγουν σε μία κοινή θέση για την «επόμενη ημέρα» στη Συρία, πρέπει τελικά να θεωρείται απλώς ζήτημα χρόνου το πότε το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο θα κάνει το κρίσιμο βήμα πιο πέρα και θα συζητήσει την ανάληψη δράσης κάτι που θα φέρει ασφαλώς τους Αμερικανούς στο επίκεντρο των εξελίξεων.

Σε αυτό το περιβάλλον εγείρεται εκ νέου κι ένα ερώτημα και για την Ελλάδα: τι κάνει; Πάντως, όχι αυτό που είχε κάνει στην περίπτωση της Λιβύης: δηλαδή να αποτελέσει, κυριολεκτικά, τη βάση των στρατιωτικών ενεργειών που είχαν ως επίκεντρο τη Σούδα, αλλά να μην καταφέρει, τότε, να κεφαλαιοποιήσει το ρόλο της, ο οποίος πέρασε στα ψιλά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η Τουρκία, μαζί με τη Γερμανία, ήταν οι δύο χώρες που αντιδρούσαν και επί περίπου ένα δίμηνο μπλόκαραν τις σχετικές αποφάσεις στο ΝΑΤΟ, αμέσως μόλις αυτές ελήφθησαν, η Αγκυρα απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ομάδα επαφής», κάτι που δεν συνέβη με την Ελλάδα, από το έδαφος της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες επιχειρήσεις.

Ο Ασαντ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εξουσία. Οσο η Ρωσία δεν δέχεται την
«πολιτική» αντικατάστασή του, μετά από έναν φοβερό εμφύλιο, η σύγκρουση έρχεται πιο κοντά. Κι η Ελλάδα, αν τελικά η σύγκρουση γίνει μονόδρομος, πρέπει να βρεθεί με ρόλο κι όχι φοβικά, ενοχικά, και, εν τέλει, χωρίς αντίκρισμα, στο πλευρό των συμμάχων της.

Η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει ενεργά και με ένταση τη γεωπολιτική της σημασία. Πρέπει να τιμήσει τις συμμαχίες της –κι αυτό οφείλουν να το αντιληφθούν όλοι, ιδίως δε όλοι οι εταίροι της τρικομματικής κυβέρνησης, που ίσως έχουν, είτε για ιδεολογικούς είτε για άλλους λόγους, δεύτερες σκέψεις» για το θέμα.

Ουδείς δικαιούται να ξεχνά ότι την τελευταία φορά που μία πολύ μεγάλη διεθνής κρίση απειλήθηκε στην περιοχή ήταν στον πόλεμο του Γιομ –Κιπούρ το 1973: τότε, η χούντα των Αθηνών, έλαβε κατ ουσία έμπρακτα το μέρος της «άλλης πλευράς» απαγορεύοντας τον ανεφοδιασμό των αμερικανικών αεροσκαφών στην Κρήτη, την ώρα που πράγματι η Μόσχα έστελνε πυραύλους στη Μέση Ανατολή – και μάλιστα και πάλι στο συριακό έδαφος!

Η απόφαση του δικτάτορα Παπαδόπουλου να μεταστρέψει γεωπολιτικά την Ελλάδα μέσα σε μία νύκτα, έτσι, απλώς επειδή ήθελε «να δείξει ποιος είναι» στη Δύση, ήταν η μήτρα όχι μόνον της μετέπειτα άμεσης πτώσης του, αλλά και, ουσιαστικά, ίσως η βαθύτερη αιτία των εθνικά καταστροφικών εξελίξεων στην Κύπρο το επόμενο καλοκαίρι.

Ας τιμούμε λοιπόν εμπράκτως τις συμμαχίες μας και, κυρίως, ας μαθαίνουμε από τα λάθη μας –ιδίως τα πιο τραγικά…