Οι λέξεις και τα νοήματα που εκφράζουν, ιδιαίτερα όταν ανήκουν σε μια γλώσσα όπως η ελληνική με μεγάλο ιστορικό βάθος, υφίστανται αλλοιώσεις όχι μόνο ως προς τη γραφή τους, αλλά και σε ό,τι αφορά το μήνυμά τους.
Εχω την τύχη να φέρω ένα ωραίο όνομα. Ενας πρόγονός μου έστειλε στον Κωνσταντίνο Καβάφη τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Οι προοδευτικοί διανοούμενοι του αιγυπτιωτικού Ελληνισμού επετέθησαν στον Καβάφη γιατί είχε δεχθεί ένα παράσημο από τα χέρια ενός στρατιωτικού δικτάτορα.
Ο Καβάφης απάντησε με κάποια προσποίηση ίσως:
– «Εγώ δεν έχω πάει ποτέ στην Αθήνα, ούτε ξέρω τι καθεστώς έχουν εκεί. Πήρα ένα ωραίο βυζαντινό παράσημο, που μου έστελνε κάποιος Θεόδωρος Πάγκαλος. Είπα τι ωραίο όνομα, ας το κρατήσω».
Βέβαια το όνομα αυτό δεν αφορούσε τον χαρακτήρα του φέροντος αλλά την εμφάνισή του. Καλός ήταν στο Βυζάντιο ο ωραίος, ο εμφανίσιμος και επειδή επρόκειτο για ονομασία φρουράς μισθοφόρων προερχομένων εκ Θράκης μπορούμε να αποκλείσουμε ότι κάποιος ασχολήθηκε με τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους.
Αγαθός λεγότανε αυτός που είχε καλό χαρακτήρα, ψυχικές αρετές και εν γένει ενάρετη συμπεριφορά. «Καλός καγαθός» έλεγαν στην κλασική Αθήνα ότι πρέπει να είναι ο νέος πολίτης. Σήμερα καλός σημαίνει αυτό που σημαίνει και αγαθός σημαίνει αφελής, χαζός, κορόιδο. Υπάρχουν και οι επεκτάσεις της χρήσεως των δύο λέξεων… «καλλιστεία» λέμε τον διαγωνισμό που αναδεικνύει την ωραιότερη από τις διαγωνιζόμενες και ούτω καθεξής. «Αντε βρε αγαθιάρη» λέει ο μέσος έλληνας πολίτης σε κάποιον που πλήρωσε τους φόρους του ή εν γένει έγινε θύμα πονηρής συμπεριφοράς ανταγωνιστή του.
Στην πολιτική με μεγάλη ταχύτητα λέξεις καθιερώθηκαν και χρησιμοποιούνται κατά αντίστοιχο τρόπο. Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και σε απαράδεκτα μεγάλο χρόνο έπειτα από αυτόν είχε θεσμοθετηθεί ένα σύστημα πολιτικών διακρίσεων. Ανάλογα με τις απόψεις και τη δράση του καθενός και μερικές φορές της οικογένειάς του, αποκτούσες έναν φάκελο που περιέγραφε τον τρόπο της σκέψης σου και μπορούσες να αποκτήσεις ή όχι «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», δηλαδή να γίνεις κάτοχος άδειας οδηγού αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, δίκαννου για κυνηγετική απλώς χρήση, να βγεις από τη χώρα και να ταξιδέψεις για σπουδές ή για τουριστικούς λόγους και βεβαίως να διοριστείς ή να αποκλειστείς από το Δημόσιο. Ολα αυτά τα είχε επιφυλάξει το κράτος της Δεξιάς στους «εθνικόφρονες», λέξη καινούργια που αποθέωνε όλες αυτές τις ερεβώδεις διακρίσεις που άρχισαν να καταργούνται μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας.
Τότε, αμέσως η «μπαλάντζα» πήγε στην άλλη άκρη. Εκτός από τους συνεργάτες της δικτατορίας που εδιώχθησαν απηνώς, πολλά άλλα άτομα ήσσονος ηθικής αντιστάσεως είχαν και αυτοί μπει σε κόκκινες λίστες διωγμού και εξόντωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο ή τρία χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση η φοιτητική παράταξη που εκπροσωπούσε τη Νέα Δημοκρατία δεν τόλμησε παρά μόνο περιθωριακά να εμφανιστεί. Οι συνδικαλιστές φοιτητές ήταν από το ΠαΣοΚ και πέρα. Βέβαια, όπως περνούσαν τα χρόνια αποφοιτούσαν νέοι γιατροί, νέοι δικηγόροι και νέοι μηχανικοί και οι ισορροπίες στα επαγγελματικά σωματεία ήταν περίπου αυτές που ήταν πάντα. Απλώς οι φοιτητές που είχαν συντηρητικές ιδέες, η πανεπιστημιακή Δεξιά, έπρεπε να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Τότε αν είχες τύχη σε περιέγραφε ο συνομιλητής σου με τον όρο «αντικομμουνιστής», αν ήσουν άτυχος τότε ήταν δυνατόν να δεχθείς κατά πρόσωπο βαρύτατους χαρακτηρισμούς όπως «φασίστας», «χουντικός» και άλλα τέτοια.
Θυμήθηκα τη λέξη «αντικομμουνιστής» διότι την εξεβόησε εναντίον μου με ένα πονηρό υφάκι που άφηνε πολλά υπονοούμενα και με το συναφές μίσος ο εκπρόσωπος Τύπου του ΚΚΕ κ. Γκιόκας που είχε επί χρόνια πολιτευτεί στην ίδια εκλογική περιφέρεια μαζί μου. Ο κύριος Γκιόκας θεώρησε καλό να παρέμβει για να υποστηρίξει την άποψη του ΚΚΕ ότι δικαιούται να μην αποδέχεται τον δημόσιο έλεγχο των οικονομικών του και να αποκρύπτει τα ονόματα προσώπων και φορέων που ενισχύουν το κόμμα αυτό οικονομικά για λόγους συνωμοτικούς τους οποίους κανένας δεν έχει καταλάβει. Ως εκεί καλώς. Αυτή η συζήτηση κρατάει χρόνια και ο κ. Γκιόκας επανέλαβε κατά τρόπο στερεότυπο τις γνωστές απόψεις του κόμματός του οι οποίες έχουν απαντηθεί από δεκάδες κείμενα και θεωρούνται από όλους εξωφρενικές. Αυτά που είπε εξάλλου δεν ήταν παρά μια επανάληψη όσων είχα πει και εγώ.
Θεώρησε όμως καλό να πετάξει ένα πάρθιoν βέλος που ήταν κάπως έτσι:
– «Ο κ. Πάγκαλος εξάλλου είναι γνωστός αντικομμουνιστής και ως εκ τούτου αυτά που λέει δεν έχουν καμία σημασία».
Μην κουραζόμαστε, ρε παιδιά. Υπήρξα στέλεχος του ΚΚΕ ως το 1968. Δύσκολες συνθήκες, μεγάλοι κίνδυνοι. Ούτε ένα νόμισμα δεν βγήκε από τα ταμεία του κόμματος για να μπει στην τσέπη μου. Το αντίθετο μάλιστα.
Το 1968, μετά την εισβολή των τανκ της Σοβιετικής Ενωσης στην Τσεχοσλοβακία και το βιβλίο του Σολζενίτσιν για το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», αποφάσισα ότι δεν θέλω να έχω πια καμία σχέση με αυτές τις ιδέες και με αυτούς τους ανθρώπους. Το έκανα υπερήφανα για το παρελθόν μου και με ελπίδες για το μέλλον. Ουδέποτε αμφισβήτησα το δικαίωμα κάποιου να είναι Κομμουνιστής ή μάρτυρας του Ιεχωβά ή οτιδήποτε άλλο του καπνίσει.
Στη χώρα όμως αυτή, ο νόμος πρέπει να ισχύσει για όλους. Κανένας δεν εξαιρείται. Και αυτό ας το πάρουν χαμπάρι οι τρόφιμοι των κομματικών μηχανισμών και γραφείων. Η κομματική και συνδικαλιστική αλητεία τελείωσε. Ολα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ