Η εφαρμοζόμενη κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ενισχυτική και αναποτελεσματική οικονομικά και κοινωνικά επανάληψη των περιοριστικών πολιτικών της τελευταίας εικοσαετίας. Μείωση των κύριων, επικουρικών συντάξεων και του εφάπαξ. Μεταβίβαση σημαντικών βαρών στις νέες γενεές. Μεταμόρφωση του χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Διεύρυνση της εμπορευματοποίησης των δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών με την ανάληψη της χρηματοδότησης από τους χρήστες και με την αύξηση των ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών.
Και παρά ταύτα η κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική δεν κερδίζει τη μάχη καθώς τα ελλείμματα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος διογκούνται.
Με άλλα λόγια, η χώρα μας αλλά και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης επιλέγουν σήμερα την προσφιλή και πεπατημένη μέθοδο της εισπρακτικής και αναποτελεσματικής (εκ του αποτελέσματος) λογικής για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος και την εξασφάλιση πόρων με τρόπους (μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών και επιδείνωση των όρων και των συνθηκών συνταξιοδότησης) που διευρύνουν το κοινωνικό έλλειμμα και συρρικνώνουν τις προϋποθέσεις κοινωνικής συνοχής και σύγκλισης μετατρέποντας σταδιακά το ευρωπαϊκό πρότυπο του κράτους πρόνοιας σε πρότυπο κράτους-φιλανθρωπίας.
Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν οι ρυθμίσεις των νέων ασφαλιστικών νόμων (Ν. 3863/2010 και Ν. 3865/2010) στην Ελλάδα. Οι ρυθμίσεις αυτές προσανατολίζονται κυρίως: στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, στην εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων (βασική και ανταποδοτική σύνταξη) κτλ., με κεντρικό στόχο την εξασφάλιση πόρων διά μέσου της μείωσης των συντάξεων (ως 30%) για τη χρηματοδότηση του μακροχρόνιου ελλείμματος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Παράλληλα οι ρυθμίσεις αυτές που οδηγούν σε συνθήκες φτωχοποίησης τους συνταξιούχους δεν εξασφαλίζουν τους αναγκαίους πόρους για τη χρηματοδότηση του μακροχρόνιου ελλείμματος και ως εκ τούτου δεν συμβάλλουν (όπως και οι αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις που έγιναν στα κράτη-μέλη την εικοσαετία 1990-2010) στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Ο κ. Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.