Οπως κάθε χρόνο, έτσι κι εφέτος οι πανελλαδικές εξετάσεις συστήνουν κυρίαρχο θέμα στα ΜΜΕ και, όπως κάθε χρόνο, έχουμε πάλι μια από τα ίδια: ελλιπή έως κακή οργάνωση, λανθασμένες διατυπώσεις θεμάτων, διαρροές κάπου-κάπου, όλως «τυχαίες» προαναρτήσεις σχετικών ζητημάτων στο Διαδίκτυο κ.ά. Εφέτος μάλιστα η οπερετική «επιστράτευση» των καθηγητών έδωσε σε ένα απλό εκπαιδευτικό γεγονός τόνο μιλιτέρ και επικό συνάμα, ενώ οι γκάφες παραμένουν. Μέχρι τώρα η Ενωση Μαθηματικών έχει καταγγείλει πως ένα από τα θέματα που δόθηκαν (ΕΠΑΛ, Β) είναι προβληματικό, ενώ η Ενωση Φυσικών αναφέρεται σε ζητήματα δεοντολογίας εξαιτίας μιας προανάρτησης σε φροντιστηριακό ιστότοπο. Και στις δύο περιπτώσεις το σεβαστό υπουργείο είναι καθησυχαστικό: όλα βαίνουν καλώς.
Ολα βαίνουν καλώς και όσον αφορά επίσης εκείνο το παντελώς ανελλήνιστο και παλιομοδίτικο κείμενο που δόθηκε για να αναλυθεί στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας (ΕΠΑΛ, Α) και αφορούσε την «κατάρα» των διαφημίσεων. Κανείς δεν μας εξήγησε (ούτε βέβαια η ΠΕΦ) γιατί ενώ «κόβουμε» τους μαθητές όταν διαπράττουν ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη, εμείς οι ίδιοι τους δίνουμε να αναλύσουν ένα κείμενο ανορθόγραφο και ασύντακτο.
Με το μάθημα της Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές (22.05.2013) το κακό αυγάτισε. Η αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή ανακάλυψε πως δύο ολωσδιόλου άσχετα μεταξύ τους κείμενα, που τυχαίνει να περιέχουν κάποιες κοινές έννοιες (ούτε καν κοινό λεξιλόγιο), όπως ήχος, τραγούδι κ.λπ., μπορούν να τεθούν αντικριστά ώστε να αναζητηθούν ομοιότητες και διαφορές. Και ζήτησε από τους εξεταζομένους να απαντήσουν στο αδύνατο να απαντηθεί. Το πρώτο κείμενο είναι το 22ο (5ο) απόσπασμα από τον σολωμικό Κρητικό (στ. 22 – τέλος). Το δεύτερο είναι ένα απόσπασμα από μια ολωσδιόλου αδιάφορη πεζογραφική δοκιμή του Λαπαθιώτη (Κάπου περνούσε μια φωνή), που γράφεται το καλοκαίρι του 1915 και δημοσιεύεται σε τέσσερις συνέχειες στη Νέα Εστία, το φθινόπωρο του 1940. Και αποκαλώ «ολωσδιόλου αδιάφορη» την πεζογραφία του Λαπαθιώτη, επειδή μπορεί ορισμένα ποιήματά του να μας συγκινούν ακόμη, αλλά ο ποιητής με κανέναν τρόπο δεν συγκαταλέγεται στους δόκιμους πεζογράφους μας. Ακόμη όμως και να ήταν σπουδαίος πεζογράφος, το γεγονός ότι η Εξεταστική Επιτροπή ζητεί από τους μαθητές να συγκρίνουν, με βάση τη γλώσσα, δυο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη (άλλη η βαρύτητα της ίδιας λέξης σε ένα ποίημα και άλλη σε ένα αφήγημα) και να βρουν ομοιότητες και διαφορές, συνιστά φιλολογικό ατόπημα. Αλήθεια, ποια σχέση (ομοιότητας ή αντίθεσης) μπορεί να έχει η ανεκλάλητη μουσική, οι «γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι» ήχοι που ακούει ο σολωμικός κολυμπητής (και σε ποιο περιβάλλον!) με τη «γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια (!)» φωνή του Σωτήρη, που ονειρεύεται πως ακούει η ερωτευμένη Ρηνούλα;
Αλλωστε το ίδιο το σoλωμικό κείμενο αρνείται (προφητικά!) να συγκριθεί η μουσική του ακόμη και με «κορασιάς φωνή». Σύμφωνα μάλιστα με τον Πολυλά, ο ποιητής ήθελε να προσθέσει στον στ. 44 «ίσως δεν σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει» ότι αυτό «ήταν εντύπωση ανεκδιήγητη, οποίαν κανείς ίσως δεν εδοκίμασε, ειμή ο πρώτος άνθρωπος, όταν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, πλασμένα γι’ αυτόν, ακόμη εις όλη τους την τελειότητα, αναγαλλιάζανε μέσα εις την ψυχή του». Γνωρίζουμε επίσης πως αυτή η μεγαλειώδης, ιερή, θα έλεγα, σύνθεση σχεδιάστηκε να απολήγει σε αυτό ειδικά το «μουσικό» σημείο. Η έκβασις (esito) όλου του έργου θα τόνιζε «τη μουσική που [ο Κρητικός] άκουε καθώς πλησίαζε στην ακτή», όπως σημειώνει ο ποιητής (βλ. και Αλεξίου 217). Δεν είναι το θέμα μας η μουσική στον Σολωμό, αλλά είναι εύκολο να «ακούσει» κανείς τους ποικίλους και γλυκύτατους ήχους που περιγράφονται και εν ταυτώ εκπέμπονται από τους σολωμικούς στίχους. Η «ανεκλάλητη» μουσική που ακούγεται στο τέλος του Κρητικού δεν είναι μόνο μεταφυσικής τάξεως –είναι και στοιχείο της σολωμικής ποιητικής.
Δεν γνωρίζουμε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής και δεν έχουμε καμία πρόθεση να θίξουμε πρόσωπα. Αλλά αφού κυκλοφορούμε χρόνια τώρα μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο των Εξετάσεων, καλό είναι να μάθουμε κάποτε πως οι απαντήσεις που περιμένουμε από τους εξεταζομένους έχουν άμεση σχέση με την ποιότητα των ερωτήσεών μας. Και αυτό πρέπει να μας κάνει προσεκτικούς επειδή η ερώτηση και όχι η απάντηση είναι το δύσκολο στις εξετάσεις. Μόνο ύστερα από τις κατάλληλες ερωτήσεις μπορούμε να δώσουμε τη δυνατότητα στους εξεταζομένους να αναπτύξουν προσωπικές σκέψεις και να δείξουν τις κριτικές ικανότητές τους. Αυτό πρέπει να ζητούμε από τους εξεταζομένους: κριτική, ουσιαστική σκέψη. Οχι να τους εξαναγκάζουμε να μαντεύουν, σώνει και καλά, (όπως στην προκειμένη περίπτωση) τα όποια φιλολογικά/λογοτεχνικά απωθημένα μας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ