Ενα ερώτημα βρίσκεται στα χείλη της πλειονότητας των πολιτών που επιμένουν να αναζητούν ψύχραιμες απαντήσεις, χωρίς υπερβολές αισιοδοξίας ή καταστροφολογίας: Βρίσκεται η χώρα πράγματι στο τέλος του τούνελ της ύφεσης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που προμηνύουν μια αναστροφή της κατάστασης προς το καλύτερο;
Ας αρχίσουμε με τα θετικά σημάδια. Η σημαντική μείωση των spreads των δεκαετών κρατικών ομολόγων, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων, η επιτυχής έκδοση ομολόγων από σοβαρές ελληνικές εταιρείες και το διαφαινόμενο ενδιαφέρον για ξένες επενδύσεις μέσω του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων είναι θετικά σημάδια. Αν μη τι άλλο, εμφανίζουν τις αγορές να προεξοφλούν καλύτερη προοπτική για την ελληνική οικονομία και αυτό αποτυπώνεται στις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Υπάρχουν όμως ακόμη και τα γκρίζα σημάδια της κρίσης και της αμφισβήτησης. Η οικονομική ύφεση μειώνει το ΑΕΠ για έκτη συνεχόμενη χρονιά σπάζοντας κάθε διεθνές ρεκόρ σε ειρηνική περίοδο. Η ανεργία είναι σε πολύ υψηλά και επικίνδυνα επίπεδα. Η υστέρηση των εσόδων του κράτους, όσο και αν δικαιολογείται από την ύφεση και τα λάθη της φορολογικής πολιτικής, υπονομεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η διοικητική μεταρρύθμιση προχωρεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Βασικοί τομείς του κοινωνικού κράτους λειτουργούν στο όριο. Η πολιτική αντιπαράθεση είναι οξύτατη και οι κομματικοί σχεδιασμοί δεν επιτρέπουν ούτε καν ένα minimum εθνικής συνεννόησης.
Με βάση τα παραπάνω, πώς μπορούμε να πιθανολογήσουμε και να σκιαγραφήσουμε το αύριο; Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η πτωτική πορεία του ΑΕΠ θα αντιστραφεί το 2014, χωρίς να αποκλείεται μια αξιοσημείωτη θετική πορεία τα επόμενα χρόνια. Με αυτό το σενάριο, η ανεργία θα μειώνεται και το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα θα αυξάνεται. Το έτος 2014 είναι ένα έτος ορόσημο. Η χώρα θα διαπραγματευθεί το τελευταίο τμήμα του μνημονίου που καλύπτει τα έτη 2015-2016, αφού θα έχει προηγηθεί μια εκλογική αναμέτρηση λόγω περιφερειακών και ευρωεκλογών και αφού έχουν σταθεροποιηθεί τα δημόσια οικονομικά σε πρωτογενές πλεόνασμα.
Η κυβέρνηση ευελπιστεί να κερδίσει το οικονομικό στοίχημα με αντίστοιχα πολιτικά κέρδη, ενώ η αντιπολίτευση προσβλέπει σε εκλογικά κέρδη ανεξαρτήτως των οικονομικών εξελίξεων. Με αυτή την έννοια η σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής θα κρίνει το αν θα ολοκληρωθεί το οικονομικό πρόγραμμα ώστε να δούμε τις θετικές εξελίξεις εντός του 2014. Σε αυτό το στοίχημα η ψυχολογία θα είναι ίσως πιο σημαντική από την ακόμη αρνητική πραγματικότητα, διότι είναι γνωστό ότι όταν διαμορφώνονται κυρίαρχες προσδοκίες αυτές γίνονται αυτοεκπληρούμενες.
Οδεύουμε λοιπόν προς το τέλος του μνημονίου και θα μπορέσει η Ελλάδα να ξαναβγεί στις αγορές για να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της; Η πρόσφατη απόπειρα της Πορτογαλίας έγινε με υψηλά επιτόκια που δεν συμβαδίζουν με τη διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους, άρα το εγχείρημα είχε μάλλον συμβολική αξία. Η Ελλάδα, εφόσον τηρεί τα συμφωνηθέντα, έχει εξασφαλίσει τη χρηματοδότησή της ως το 2016 και μάλιστα με χαμηλό κόστος. Οταν επιχειρήσουμε να βγούμε στις αγορές, για να γίνει αυτό με λογικό-χαμηλό κόστος, θα πρέπει να έχουν αλλάξει πειστικά τα θεμελιώδη που καθορίζουν την προοπτική της χώρας: πρωτογενή πλεονάσματα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μικρότερο και κυρίως καλύτερο κράτος, προσέλκυση επενδύσεων. Αν όλα αυτά έχουν επιτευχθεί, τότε θα μπορέσουμε να ξαναβγούμε στις αγορές και έτσι να τελειώνουμε με το μνημόνιο. Αλλά ας προσέξουμε: αυτό προϋποθέτει ότι όχι μόνο το εφαρμόσαμε αλλά και ότι το προσαρμόσαμε και το ενσωματώσαμε σε μια εθνική στρατηγική χωρίς τις ενοχλητικές και ενίοτε προσβλητικές έξωθεν παρεμβάσεις, σαν να είμαστε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.
Ο κ. Παναγιώτης Κορλίρας είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ