Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης και στοιχεία της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Δεκεμβρίου 2012 στην Ελλάδα καταγράφηκαν περισσότερες από 200 ρατσιστικές επιθέσεις. Μετά τις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2012, στις οποίες το νεοναζιστικό κόμμα ανέδειξε 18 βουλευτές, η Πολιτεία δεν αντέδρασε με ταχύτητα όταν και όπου μέλη ή βουλευτές του κόμματος αυτού παρανόμησαν. Η κοινωνία πολιτών αρκέστηκε σε ψηφίσματα και ελάχιστες διαδηλώσεις. Τα κόμματα του κοινοβουλευτικού τόξου έκαναν ακόμα λιγότερα.
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που προβλέπει ποινές για «ιδιαίτερα σοβαρές μορφές εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας», πρέπει να ψηφιστεί επειγόντως.
O παλαιότερος νόμος κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων (Ν. 927/1979) είχε καταστεί ανενεργός και η βελτίωσή του, με τη θέσπιση το 2001 αυτεπάγγελτης δίωξης, δεν αντιμετωπίζει το κύμα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Το κύμα αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει, γιατί έχει προϊστορία. Η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ερευνα, πανευρωπαϊκή έρευνα η οποία διεξήχθη το 2003, το 2005 και το 2009, είχε δείξει πριν από την οικονομική κρίση ότι οι Ελληνες παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά ξενοφοβίας. Το 2003, σε ό,τι αφορά ανθρώπους διαφορετικής φυλής ή εθνικής ομάδας, 25% των ερωτωμένων στην Ελλάδα απάντησαν ότι «η χώρα οφείλει να μην επιτρέπει σε κανέναν από αυτούς να έρχεται και να ζει εδώ». Το ποσοστό αυτό ήταν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (12%). Την ίδια απάντηση έδωσε το 2009 το 28,5% των Ελλήνων, αντίθετα με το 14,5% των Ευρωπαίων.
Εύλογα ο υπουργός Δικαιοσύνης επιδιώκει να αντιμετωπίσει αυτό το διπλό πρόβλημα, τον διάχυτο ρατσισμό και τον ανερχόμενο νεοναζισμό. Θα απαιτηθεί προσεκτική εφαρμογή του νέου νόμου για να μην ηρωοποιηθούν υπερασπιστές τέτοιων ιδεών. Ωστόσο το νομοσχέδιο έχει και μια τρίτη φιλοδοξία: να αντιμετωπίσει και τα φαινόμενα εγκωμιασμού, άρνησης ή εκμηδενισμού της σημασίας εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου (άρθρο 4 του νομοσχεδίου). Βεβαίως το άρθρο δεν περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Προβλέπει ποινές όταν ο εγκωμιασμός, η άρνηση ή ο εκμηδενισμός της σημασίας τέτοιων εγκλημάτων στρέφονται κατά φυλετικής, θρησκευτικής, εθνοτικής ή άλλης ομάδας προσώπων. Παρ’ όλα αυτά, στο σημείο αυτό το νομοσχέδιο πάσχει.
Με εξαίρεση τα εγκλήματα του ναζισμού, στα οποία σωστά το άρθρο αυτό κάνει ειδική μνεία, τα υπόλοιπα εγκλήματα θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης ρύθμισης. Και τούτο παρ’ ότι το άρθρο 4 προσδιορίζει την έννοια των ανωτέρω εγκλημάτων, με συγκεκριμένες παραπομπές στη διεθνή νομοθεσία. Πρώτον, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις των ιστορικών για το κατά πόσον δημόσιες δηλώσεις ακόμα και για αναμφισβήτητες γενοκτονίες θα πρέπει να ρυθμιστούν ποινικά από την Πολιτεία, αντί να αφεθούν στην κρίση της επιστημονικής κοινότητας και της «δημόσιας ιστορίας». Δεύτερον, σε περίοδο βαθιάς οικονομικής ύφεσης και βαριών κοινωνικών προβλημάτων δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεσπάσουν διαμάχες για την τιμωρία όσων έχουν δεύτερες σκέψεις για εγκλήματα, έστω γενοκτονίες, που διαπράχθηκαν στην περιοχή μας εκατό χρόνια πριν, στις αρχές του 20ού αιώνα. Προέχουν άλλα ζητήματα. Τρίτον, ως γνωστόν, κατά την εφαρμογή τους οι νόμοι έχουν απροσδόκητες συνέπειες, αντίθετες προς το πνεύμα του νομοθέτη. Τι θα γίνει αν ρατσιστές ή νεοναζιστές χρησιμοποιήσουν το νομοσχέδιο για να πλήξουν όσους αρνούνται τη σημασία εγκλημάτων που εντάσσονται στον πυρήνα του δικού τους πολιτικού λόγου (π.χ., αριστερούς που αρνούνται τη σημασία των εγκλημάτων του σταλινισμού ή φιλελεύθερους αντεθνικιστές που αμφισβητούν τη σημασία εγκλημάτων που διέπραξαν γειτονικά μας κράτη);
Διεθνώς η συζήτηση για την ποινικοποίηση της άρνησης της σημασίας των γενοκτονιών, των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας δεν έχει ολοκληρωθεί. Ως προς αυτό, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να σπεύσει. Αντιθέτως, αντιρατσιστικοί νόμοι της «φιλοσοφίας» που ακολουθεί το νομοσχέδιο έχουν ψηφιστεί σε πλήθος χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής. Ως προς αυτό, η Ελλάδα δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ