Τα Δημόσια Συστήματα Υγείας παγκοσμίως αποτελούν ανοιχτούς κοινωνικούς θεσμούς. Κατά την επιμαρτυρία του στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ο ειδικός αγορητής για το Δικαίωμα στη Υγεία, Πωλ Χαντ (2008), παρομοίασε τα Συστήματα Υγείας με τα Δικαστικά Συστήματα οπού η πρόσβαση είναι καθολική και απρόσκοπτη και ταυτόχρονα διέπεται από κανόνες. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένα Δικαστικό Σύστημα οφείλει να αποδίδει δικαιοσύνη σεβόμενο θεσπισμένους δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν δίκαιη δίκη και ιση μεταχείριση , το Υγειονομικό Σύστημα οφείλει να βελτιώνει την υγεία του πληθυσμού και του καθενός ατομικά σεβόμενο όχι μόνο ιατρικούς αλλά νομικούς και ηθικούς κανόνες που διέπουν την παροχή της φροντίδας υγείας και την κοινωνική προστασία γενικότερα.

Το πλαίσιο που καθορίζει τις διαδικασίες με τις οποίες το ΕΣΥ οφείλει να συμμορφώνεται ορίζεται κυρίως από νομικούς κανόνες που έχουν διατυπωθεί (α) στο Ελληνικό Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, (β) στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων και το Κοινοτικό Δίκαιο, (γ) στο Διεθνές Δίκαιο και τις Συμβάσεις του ΟΗΕ που έχει κυρώσει η χώρα μας και αφορούν στο «Δικαίωμα στην Υγεία». Η νομική ερμηνεία των κειμένων αυτών και η σύγχρονη νομολογία διαμορφώνουν σήμερα ένα σύνθετο πλέγμα ατομικών ελευθεριών που εκτείνονται από την διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα αγαθών και υπηρεσιών (σε όλες της τις διαστάσεις – φυσική, οικονομική, πρόσβαση στην πληροφορία, ιση μεταχείριση-) έως την πολιτισμική αποδοχή της παρεχόμενης φροντίδας και την ποιότητα της. Η παροχή φροντίδας υγείας άπτεται προφανώς του Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην Ελλάδα ο διάλογος για τον εκσυγχρονισμό του ΕΣΥ εστιάζει κυρίως σε προτάσεις που αφορούν στην βελτίωση της τεχνικής αποδοτικότητας του συστήματος (ηλεκτρονική συνταγογράφηση) , την ανακατανομή των πόρων (συγχωνεύσεις κλινικών, αναδιάταξη ανθρώπινου δυναμικού) και την εξοικονόμηση χρημάτων. Αναντίρρητα οι συζητήσεις που συμβάλλουν στην αποδοτικότερη λειτουργία του ΕΣΥ και τη βελτίωση των δεικτών υγείας είναι χρήσιμες και αναγκαίες. Πιο χρήσιμο όμως θα ήταν εάν αφετηρία του διαλόγου αποτελούσαν οι νομικές υποχρεώσεις της πολιτείας απέναντι στους πολίτες σχετικά με την προσβασιμότητα, την διαθεσιμότητα, την αποδοχή και την ποιότητα των υπηρεσιών και αγαθών υγείας καθώς μια πλειάδα περιστατικών δείχνουν ότι το ΕΣΥ, όπως είναι σήμερα, δεν εγγυάται πλήρως το σεβασμό, τη προστασία και την εκπλήρωση του δικαιώματος των πολιτών για υγεία και ποιοτική περίθαλψη και ευθύνεται το ίδιο σε ένα βαθμό για την οικονομική του αιμορραγία.

Τα παραδείγματα που θα μπορούσε να παραθέσει κανείς για να τεκμηριώσει την παραβίαση των αρχών του Δικαίου και του Συντάγματος είναι αναρίθμητα. Ελλιπείς και ακατάλληλες υποδομές και υπηρεσίες για άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις, ακατάλληλη φροντίδα για άτομα και παιδιά με ψυχικές παθήσεις και οροθετικούς ασθενείς, δυσμενείς φυλετικές η άλλες διακρίσεις στην παροχή της φροντίδας υγείας , ιατρικά σφάλματα που κοστίζουν στο ΕΣΥ και έχουν υποβαθμίσει δραματικά την ποιότητα της φροντίδας, ελλείψεις φαρμάκων, ιατρικών προϊόντων και βοηθητικών συσκευών για άτομα με χρόνιες παθήσεις, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην αποζημίωση δαπανών υγείας. Το πιο χαρακτηριστικό και ντροπιαστικό για το σύστημα υγείας της χώρας μας παράδειγμα παραβίασης των θεμελιωδών αρχών του Δικαίου αποτελεί η δημοσιοποίηση των στοιχείων των ιεροδούλων φορέων του HIV/AIDS τον περασμένο χρόνο μετά την άστοχη απόφαση του ΥΥΚΑ για την οποία ο Συνήγορος του Πολίτη αποφάνθηκε με πόρισμα του ότι προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.

Από την άλλη το ΥΥΚΑ επιδίδεται σε ασκήσεις επι χάρτου διαμορφώνοντας «οράματα» για την υγεία των Ελλήνων και το ΕΣΥ, οράματα που εκφράζουν μόνο αυτούς που τα διαμόρφωσαν. Δηλαδή την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου.

Η παντελής απουσία διαβούλευσης με τις ομάδες ασθενών και τη κοινωνία των πολιτών για τα ζητήματα πολιτικής υγείας στη χώρα μας καθιστά τέτοια σχέδια κενά περιεχομένου. Ακόμα περισσότερο δεν αντανακλούν κατ ελάχιστο την Ευρωπαϊκή Στρατηγική 2020 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ο οποίος καλεί πλέον τις κυβερνήσεις να εστιάσουν τις προσπάθειες τους όχι απλώς στις εκβάσεις όπως η βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, της αποδοτικότητας και ποιότητας των υπηρεσιών αλλά στην χρηστή διακυβέρνηση των Υγειονομικών Συστημάτων και την εκπλήρωση του Δικαιώματος στην Υγεία. Ο ΟΗΕ στην έκθεση καταληκτικών παρατηρήσεων για τα Δικαιώματα του Παιδιού για τη χώρα μας εκφράζει ανησυχία για την αδυναμία πρόσβασης των παιδιών σε υπηρεσίες υγείας και συστήνει την ανάπτυξη δεικτών παρακολούθησης εφαρμογής της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Αντ αυτού , το ΥΥΚΑ σχεδιάζει συστήματα μέτρησης της αποδοτικότητας του προσωπικού στο ΕΣΥ στην προσπάθεια να ευαρεστήσει την Τροικα και να δικαιολογήσει τις μελλοντικές απολύσεις στο ΕΣΥ.

Τα περιστατικά αυτά και πολλά ακόμα που δεν γνωρίζουμε υποδεικνύουν την αδήριτη ανάγκη να ανοίξει ένας διάλογος για τον εκσυγχρονισμό του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας που θα δεν θα εξαντλείται στις τεχνοκρατικές προσεγγίσεις βελτίωσης της αποδοτικότητας και της μέτρησης των εκροών αλλά θα θέτει στο επίκεντρο το συνταγματικά κατοχυρωμένο «Δικαίωμα στη Υγεία». Χρειάζεται να παρατηρήσουμε το ΕΣΥ από διαφορετική οπτική γωνία που θα επιτρέπει την εξέταση αθέατων πτυχών των δομών και κυρίως διαδικασιών στην παροχή φροντίδας και να ξεφύγουμε από την τυραννία της διαμόρφωσης πολιτικής υγείας με βάση μόνον τα αποτελέσματα (κυρίως οικονομικά). Η οικονομική κρίση δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι της πολιτείας για την απεμπόληση της υποχρέωσης της να προασπίσει και να εκπληρώσει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Στο επίκεντρο μια τέτοιας προσέγγισης στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την ενδυνάμωση του ΕΣΥ βρίσκονται πρωτίστως και κυρίως οι διαδικασίες, πολιτικές ή άλλες, παροχής φροντίδας και η μέτρηση συμμόρφωσής τους με το Δίκαιο. Η συμμετοχική λήψη των αποφάσεων στην επιλογή των προτεραιοτήτων και η διαβούλευση με τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού; η ισότητα και η αρχή της μη διάκρισης; ο σεβασμός της πολιτισμικής και σεξουαλικής ετερότητας ; η διαφάνεια, η εποπτεία και η λογοδοσία. Οι κώδικες αυτοί που έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα φαίνεται πως δεν έχουν μετεγγραφεί στο «λογισμικό» του ΕΣΥ και σε αρκετές περιπτώσεις καταπατώνται.

Το «Δικαίωμα στην Υγεία» και οι ηθικές επιταγές που απορρέουν από αυτό μπορούν να εμπλουτίσουν τον αξιακό πυρήνα του ΕΣΥ , να συμβάλλουν στον επανακαθορισμό των θεμελιωδών αρχών λειτουργίας τους και να ενδυναμώσουν την θέση των χρηστών του μέσα σε αυτό . Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας επιβάλλουν να ανοίξει ένας τέτοιος διάλογος. Οι πολίτες το απαιτούν. Ας ελπίσουμε οι σχεδιαστές της πολιτικής υγείας να το θελήσουν.

* Ο κ. Δημήτρης Σκεμπές είναι Υποψ. Διδάκτωρ Επιστημών & Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Λουκέρνης, Ελβετία