ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάθε φορά που προκύπτουν διχογνωμίες για σοβαρά οικονομικά θέματα οι πολιτικοί χρησιμοποιούν όποια στήριξη μπορούν να βρουν από οικονομολόγους και άλλους ερευνητές.
Αυτό συνέβη όταν συντηρητικοί πολιτικοί στην Αμερική και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης βασίστηκαν στο έργο δύο καθηγητών από το Χάρβαρντ – της Κάρμεν Ράινχαρτ και του Κένεθ Ρόγκοφ – για να δικαιολογήσουν την επιμονή στη δημοσιονομική λιτότητα.
Οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ δημοσίευσαν μια μελέτη που φαινόταν να δείχνει ότι επίπεδα δημοσίου χρέους άνω του 90% του ΑΕΠ εμποδίζουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη.
Οπως συνήθως συμβαίνει, τρεις συνάδελφοί τους οικονομολόγοι από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης έλεγξαν την μελέτη. Βρήκαν κάποιες μεθοδολογικές επιλογές στην μελέτη των Ράινχαρτ/Ρόγκοφ που έθεσαν εν αμφιβόλω την ευρωστία των αποτελεσμάτων τους.
Αποκαλύφθηκε ότι τα στοιχεία για το κατώφλι του 90% ήταν αδύναμα. Και όπως έχουν πει πολλοί, η συσχέτιση θα
μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα χαμηλής ανάπτυξης που οδηγεί σε υψηλά χρέη, και όχι το αντίστροφο.
Οι Ράινχαρτ και Ρογκόφ έχουν αποκρούσει σθεναρά τις κατηγορίες από πολλούς σχολιαστές ότι ήταν πρόθυμοι συμμέτοχοι σε ένα παιχνίδι πολιτικής εξαπάτησης.
Υπερασπίστηκαν τις εμπειρικές μεθόδους τους και επιμένουν ότι δεν είναι ιέρακες του ελλείμματος, όπως τους παρουσιάζουν οι επικριτές τους.
Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον τρόπο με τον οποίον οι οικονομολόγοι και οι έρευνές τους χρησιμοποιούνται στη δημόσια συζήτηση. Η έρευνα των Ράϊνχαρτ/ Ρόγκοφ δεν ήταν απλώς μια πανεπιστημιακή μελέτη. Επειδή το κατώφλι του 90% είχε γίνει πολιτικό θέμα, η κατεδάφισή του αργότερα απέκτησε, επίσης, ευρύτερη πολιτική σημασία.
Παρά τις διαμαρτυρίες τους, οι Ράϊνχαρτ και Ρόγκοφ κατηγορήθηκαν ότι έδωσαν επιστημονικό προκάλυμμα για μια σειρά από πολιτικές στηριγμένες σε περιορισμένα, όπως φάνηκε, στοιχεία.
Επιπλέον, όταν οι οικονομολόγοι προσαρμόζουν το μήνυμά τους για να ταιριάξει με το ακροατήριό τους, το αποτέλεσμα είναι αντίθετο από τις προθέσεις τους: χάνουν γρήγορα την αξιοπιστία τους. Οι οικονομολόγοι θα πρέπει να συνδυάζουν την ειλικρίνεια για όσα λένε οι έρευνές τους, με ειλικρίνεια για την προσωρινή φύση όσων θεωρούνται ως στοιχεία στο επάγγελμά τους.
Τα οικονομικά, αντίθετα από τις φυσικές επιστήμες, σπανίως δίνουν σαφή και οριστικά αποτελέσματα. Πρώτα πρώτα, όλες οι θεωρίες για την οικονομία εξαρτώνται κάθε φορά από τις δεδομένες συνθήκες, και είναι δηλώσεις του τύπου «εάν-τότε».
Δεύτερον, τα εμπειρικά στοιχεία σπάνια είναι αρκετά αξιόπιστα για να δώσουν αποφασιστική απάντηση σε μια διχογνωμία. Αυτό ισχύει ιδίως σε θέματα μακροοικονομίας, όπου τα στοιχεία είναι λίγα, και προσφέρονται για διαφορετικές ερμηνείες.
Οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και το κοινό έχουν μια τάση να αποδίδουν μεγαλύτερη αυθεντία και ακρίβεια σε ό,τι λένε οι οικονομολόγοι, και δυστυχώς οι οικονομολόγοι σπάνια είναι μετριόφρονες, ιδίως δημοσίως.
Υπάρχει άλλο ένα πράγμα που θα πρέπει να γνωρίζει το κοινό για τους οικονομολόγους: η ευφυία, και όχι η σοφία, είναι εκείνο που προάγει την καριέρα των οικονομολόγων στα πανεπιστήμια. Οι καθηγητές στα καλύτερα πανεπιστήμια διακρίνονται σήμερα όχι όταν έχουν δίκιο για κάτι στον πραγματικό κόσμο, αλλά όταν εφευρίσκουν ευφάνταστες θεωρητικές κατασκευές, ή παρουσιάζουν νέα στοιχεία.
* Ο Ντάνι Ρόντρικ είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στις ΗΠΑ.