Δεν βρισκόταν στην Ελλάδα ο Ορέστης Δουμάνης τη Μεγάλη Εβδομάδα, όπως δεν βρέθηκε ποτέ τα τελευταία 40 χρόνια στις γιορτές. Ηταν υπερήφανος που είχε υπερβεί κατά πολύ τα 200 ταξίδια από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Τα ταξίδια ήταν γι’ αυτόν το οξυγόνο της ζωής. Φαίνεται αδιανόητο να γράφει κανείς σήμερα για τον θάνατό του, και όσοι τον γνώρισαν το καταλαβαίνουν. Ηταν δραστήριος, όπως πάντα: προετοίμαζε τα νέα τεύχη των περιοδικών του, ενώ προγραμμάτιζε ένα θερινό ταξίδι στην Ελβετία και επιχειρούσε να αποσπάσει από τον γράφοντα την υπόσχεση για ένα χειμερινό στην Ιαπωνία, που τόσο αγαπούσε. Ο Ορέστης Δουμάνης πέθανε όπως έζησε, με τρόπο ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο. Εκανε πάντα αυτό που ακριβώς ήθελε, και «έφυγε» το πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής αθόρυβα και αναπάντεχα, χωρίς να γίνει βάρος σε κανέναν.
Ο Δουμάνης μπορεί να μην ήταν γνωστός στο ευρύ κοινό. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς έναν άνθρωπο, όχι μόνο στην Ελλάδα, που να έχει επηρεάσει τόσο αποφασιστικά με την παρουσία και τη δράση του έναν ολόκληρο επιστημονικό και ευρύτερα πολιτισμικό χώρο όπως εκείνος. Προσωπικότητα ισχυρή και επιβλητική, ικανή να κατευθύνει και να συσπειρώνει, αξιόπιστος και σεβαστός για το αλάνθαστο κριτήριο και τις απόψεις του που είχαν πάντα ειδικό βάρος, ο Δουμάνης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα τα τελευταία 60 σχεδόν χρόνια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929 και το 1953 αποφοίτησε από τη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του αθηναϊκού Πολυτεχνείου. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων, στις εκδόσεις του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και στο περιοδικό «Ζυγός» (1961-1963), ενώ στο περιοδικό «Αρχιτεκτονική» (1963-1964) ακολούθησε μια πολιτική παρουσίασης των πιο προωθημένων επιτευγμάτων της ελληνικής αρχιτεκτονικής υπό το πρίσμα μιας νεωτερικής ανάγνωσης και με κριτήριο μια αδιαπραγμάτευτη μοντερνιστική και διεθνιστική οπτική.
Το μυστικό της καθοριστικής παρουσίας του Δουμάνη στα ελληνικά αρχιτεκτονικά πράγματα έχει τρεις συνιστώσες. Πρώτα οι πολιτικές του πεποιθήσεις: ανήκε σε αυτό που αποκαλούμε ευρύτερα δημοκρατικό και αντιδεξιό χώρο. Οι πεποιθήσεις αυτές συμπορεύονταν με εκείνες των φίλων και συνεργατών του της δεκαετίας του 1960, αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών της αθηναϊκής προοδευτικής ελίτ. Αυτή η συναντίληψη προσδιόριζε και την πολιτισμική στάση του Δουμάνη, στο μέτωπο του αρχιτεκτονικού διεθνισμού: στην Ελλάδα της εποχής μια τέτοια στάση δεν ήταν διόλου εύκολη ούτε δεδομένη. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν, ακριβώς, οι φίλοι του. Σπάνια μπορεί να συναντήσει κανείς μια δρώσα προσωπικότητα με τόσο ευρύ δίκτυο φίλων και συνεργατών, από διαφορετικές γενιές, τους οποίους ενώνουν κοινές ιδέες και πεποιθήσεις. Ο Δουμάνης δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός χωρίς τους φίλους του. Πρόκειται για τους ίδιους που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια και την πίεση του Ορέστη για δημιουργική δουλειά. Πολλά από όσα έγραψαν ή έφτιαξαν πολλοί αρχιτέκτονες και εικαστικοί στην Ελλάδα δεν θα είχαν γίνει χωρίς την επιμονή και τη συνεχή παρότρυνσή του. Γιατί το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν ακριβώς αυτό: οι οργανωτικές ικανότητες και ο ορθολογισμός του Δουμάνη, ο τρόπος που είχε να συντονίζει και να φέρει σε πέρας κάθε αποστολή, με μέθοδο και προγραμματισμό: από την άποψη αυτή ήταν ελάχιστα Ελληνας.
Η μακροβιότερη αποστολή του, που δείχνει σήμερα σχεδόν μυθική, ξεκινά το 1967 με την περιπέτεια των περιοδικών «Αρχιτεκτονικά Θέματα» και «Θέματα Χώρου + Τεχνών» που εκδίδονται ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Ο Δουμάνης μέσω των περιοδικών του τεκμηρίωσε και συνόψισε μια πορεία 50 ετών της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, αλλά κυρίως σχηματοποίησε με μοναδική ιδεολογική διαύγεια μιαν αντίληψη για το πώς η Ελλάδα μπορεί να είναι μια σύγχρονη και δημιουργική χώρα. Εχτισε μια ιδέα και μια εικόνα του τόπου που μπορεί χωρίς επιφυλάξεις να αποτελεί πρότυπο για κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα. Πήγε πέρα από τη δουλειά του ως εκδότης. Γι’ αυτό και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2006, γι’ αυτό και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης το 2007.
Ακόμη και η δημιουργία του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, το 1994, οφείλεται αποκλειστικά σε δική του πρωτοβουλία. Επιθυμούσε η καλή αρχιτεκτονική, τοπική και διεθνής, να μην έχει στην Ελλάδα μόνο ένα εκδοτικό βήμα αλλά και έναν χώρο παραγωγής γεγονότων κάθε είδους. Μπορούμε να πούμε ότι, με τη διαρκή από τότε προσωπική του εγρήγορση, η εικοσαετής πορεία του Ινστιτούτου, που άλλαξε τα δεδομένα συζήτησης και προβολής της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, δικαίωσε απόλυτα τις προθέσεις του.
Η ακαμψία των μοντερνιστικών ιδεών του υπήρξε εν τέλει μόνο φαινομενική: απέναντι σε πρόσφατες κριτικές επιφυλάξεις του γράφοντος για τα χαρακτηριστικά του πάνδημου και «ανώνυμου» μοντερνιστικού μανιερισμού που στερείται χαρακτήρα αλλά εμφανίζεται να κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική αρχιτεκτονική, ο Ορέστης Δουμάνης έδειξε ενθουσιασμό και άρχισε να πιέζει, με τον δικό του τρόπο, για την προετοιμασία ενός εκδοτικού αφιερώματος. «Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, με πειράζει που δεν θα ζω» είχε πει κάποτε αυτός ο κατ’ εξοχήν εραστής των πραγμάτων που συμβαίνουν. Ο Δουμάνης υπήρξε μια ανεπανάληπτη προσωπικότητα. Η απουσία του είναι οδυνηρή για όλους και η ελληνική αρχιτεκτονική είναι από σήμερα φτωχότερη.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, συνεργάτης των «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων» από το 1981.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ