Η εικόνα που εμφανίζει η Ευρωζώνη (πιέσεις στη Σλοβενία, συζητήσεις στη Γερμανία για τη διετή παράταση δημοσιονομικής προσαρμογής στη Γαλλία, μάλλον αδιάφορη υποδοχή της μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ κ.ο.κ.) δείχνει πόση σημασία έχει για την Ελλάδα να θωρακιστεί απέναντι στον κίνδυνο περαιτέρω ανακύκλωσης της ευρωπαϊκής κρίσης.

Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και της ανασυγκρότησης του τραπεζικού συστήματος, η εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών (δημόσια διοίκηση, ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.) και η προώθηση όλων των προγραμμάτων επενδυτικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα (στρατηγικές επενδύσεις, αναπτυξιακός νόμος, ΕΣΠΑ, στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.ο.κ.) είναι κινήσεις που διασφαλίζουν ότι δεν θα χρειαστούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, που ούτως ή άλλως δεν τα αντέχει ούτε η οικονομία, ούτε η κοινωνία.

Εξίσου σημαντικό είναι να εφαρμοστούν, με γρήγορο και αποφασιστικό τρόπο, τα προγράμματα ανάσχεσης της ανεργίας στα οποία επιμένει το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να διαφυλαχθεί η κοινωνική συνοχή, αλλά και να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή επανεκίνηση της οικονομίας που υπάρχει κίνδυνος να μη συνοδεύεται από θετικές αλλαγές ως προς την ανεργία και την απασχόληση.

Η σταθερή αυτή γραμμή που επέλεξε η Ελλάδα πριν τρία χρόνια και επικύρωσε ο ελληνικός λαός στις εκλογές του Μαΐου/Ιουνίου 2012, είναι πολύ επώδυνη, αλλά προφανώς λιγότερο επώδυνη και ασφαλέστερη από τη γραμμή της ασύντακτης χρεωκοπίας και της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.

Όσοι διατυπώνουν, έξω από το χορό, την άποψη ότι αν η Ελλάδα επέλεγε το 2009-2010 τη λύση της χρεωκοπίας και της δραχμής, τώρα θα είχε ανακάμψει, τα λένε αυτά από μια μακροοικονομική οπτική γωνία, αδιάφορη για τις επιπτώσεις στα εισοδήματα, τις περιουσίες, την κοινωνική συνοχή, τη μορφή του τραπεζικού συστήματος, την κατάσταση των επιχειρήσεων κ.ο.κ.

Με συντριπτικά υποτιμημένο το εθνικό της νόμισμα, χωρίς πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, με τριτοκοσμικούς μισθούς και συντάξεις, με εξανεμισμένες τις καταθέσεις και την αξία των ακινήτων, χωρίς τραπεζικό σύστημα ικανό να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις, χωρίς ξένες επενδύσεις λόγω νομισματικής και γενικότερης αβεβαιότητας, χωρίς ομαλή ροή των κοινοτικών προγραμμάτων (ακόμη κι αν η χώρα θα εξακολουθούσε να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η Ελλάδα μπορούσε να ελπίζει κυρίως σ’έναν τουριστικό τομέα με εξουθενωμένες τιμές, ως τόπος φθηνών, αλλά επισφαλών, διακοπών σε μια χώρα με κατεστραμμένο brand-name ή στη θεωρητική πιθανότητα αύξησης των εξαγωγών, λόγω συντριπτικά μειωμένου κόστους εργασίας.

Δημοσιονομικά δε, όλο αυτό το σενάριο θα βασιζόταν στην αναγκαστική άμεση ισοσκέλιση του προϋπολογισμού -με δεδομένο ένα πρωτογενές έλλειμμα που το 2009 έφτανε τα 24 δισ. ευρω- προκειμένου να διασφαλισθεί η λειτουργία του κράτους, διοικητικού και κοινωνικού, και η καταβολή μισθών στο δημόσιο και συντάξεων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Τώρα η Ελλάδα στοχεύει βάσιμα στην πολιτικά αποφασισμένη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περαιτέρω μείωση του δημοσίου χρέους της. Διαθέτει το πλεονέκτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βρίσκεται στην τελική στροφή προς θετικό ρυθμό ανάπτυξης που θα αρχίσει να επηρεάζει με γεωμετρική πρόοδο το κλάσμα του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.

Τα προηγούμενα χρόνια, η ελληνική κοινωνία πέρασε και εξακολουθεί να περνάει μέσα από την εξαιρετικά δύσκολη εμπειρία της πολυετούς σωρευτικής ύφεσης, της αφόρητα υψηλής ανεργίας, της μείωσης εισοδημάτων και ακινήτων περιουσιών, της διάψευσης προσδοκιών, της ανατροπής κατακτήσεων. Είναι τώρα όμως αντιληπτό το τι αποφεύχθηκε. Πόσο χειρότερα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, αν εφαρμοζόντουσαν άλλα σενάρια, δίπλα από τα οποία περάσαμε «ξυστά».

Έχει συντελεστεί βεβαίως και συντελείται μια μεγάλη παρεξήγηση και -επιτρέψτε μου να πω- μια μεγάλη πολιτική, ίσως και ιστορική, αδικία σε σχέση με τη διάκριση ανάμεσα:
· στα αίτια της κρίσης,
· στην προετοιμασία για την είσοδο της χώρας στον σκληρό πυρήνα της κρίσης,
· στην πρώτη φάση της διαχείρισής και
· στη δεύτερη και τελική φάση της διαχείρισής της κρίσης.

Ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ακόμη και μετά την πρόσφατη εμπειρία της Κύπρου (που περιλαμβάνει και την απερίφραστη πλέον πρόταση του ΑΚΕΛ για έξοδο από το ευρώ), δεν καταλογίζει δίκαια τις διαχρονικές ευθύνες -κυρίως, αλλά όχι μόνο, πολιτικές- για τα αίτια της κρίσης. Δεν ασχολείται συνήθως με πράξεις και παραλείψεις που συνδέονται με τη (μη) προετοιμασία για την είσοδο στον πυρήνα της κρίσης μετά την πλήρη εκδήλωση της διεθνούς κρίσης το 2008. Υποτιμά το γεγονός ότι η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης, η δημαγωγική διαίρεση σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις και οι έντονες κοινωνικές και ιδεοληπτικές αντιδράσεις προκάλεσαν ισχυρές αμφιθυμίες και καθυστερήσεις στην πρώτη φάση της διαχείρισης της κρίσης μέχρι τον Ιούνιο του 2011. Η δεύτερη φάση αρχίζει τότε και σίγουρα στις αρχές Νοεμβρίου 2011. Φτάσαμε έτσι στην ιστορικά ειρωνική αντίφαση, ως εμπροσθοφυλακή της δεύτερης φάσης να εμφανίζονται, τώρα πλέον, δυνάμεις που διέπρεψαν στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία της πρώτης φάσης.

Αν η ιστορία δεν είχε γραφτεί έτσι, αλλά κάποια στιγμή η προσπάθεια αυτή εγκαταλειπόταν προκειμένου να μη περικοπούν περισσότερο συντάξεις και μισθοί ή προκειμένου να μην υπάρξουν πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις ή ανάλογα δημοσιονομικά ή διαρθρωτικά μέτρα σε σχέση με την αγορά εργασίας ή το άνοιγμα επαγγελμάτων, τι θα είχε συμβεί άραγε; Θα είχε καμφθεί η συντηρητική και μονοδιάστατη Ευρωζώνη με επικεφαλής τη Γερμανία με τη σύμπραξη του ΔΝΤ; Θα είχε εφαρμοστεί ένα υποτιθέμενο «σχέδιο Β», όπως συζητήθηκε στην περίπτωση της Κύπρου; Ή απλώς τα πράγματα θα ήσαν τώρα πολύ, μα πάρα πολύ χειρότερα ιδίως για τους πιο αδύναμους;

Ποιο νόημα έχει τώρα πλέον η τεχνητή και δημαγωγική διάκριση των πολιτικών δυνάμεων σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές»; Υπάρχουν, πράγματι, ακόμη κάποιοι που ισχυρίζονται σοβαρά ότι μπορεί να είσαι εντός ευρώ, αλλά εκτός κανόνων της Ευρωζώνης, όπως αυτοί διαμορφώνονται μέσα στους υφισταμένους οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς της Ευρωζώνης; Συσχετισμούς διακρατικούς και συντηρητικούς που θέλουμε και πρέπει να αλλάξουμε, αλλά πάντως συσχετισμούς που δεν μπορούμε ακινδύνως να αγνοήσουμε.

Είναι προφανές ότι η διάκριση αυτή είναι ένα μεγάλο πολιτικό τέχνασμα, ένα κατάφωρα παλαιοκομματικό τέχνασμα που γίνεται δήθεν στο όνομα της καταγγελίας του παλιού πολιτικού συστήματος!

Στο ετερόκλητο δήθεν «αντιμνημονιακό» μέτωπο πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι δεν μετέχει το ΚΚΕ που έχει καταστήσει σαφή τη θέση του κατά της συμμετοχής της χώρας όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταγγέλλοντας την αντιφατική και επαμφοτερίζουσα θέση του ΣΥΡΙΖΑ και όσων άλλων λένε πως μπορεί μια χώρα να είναι εντός ευρώ, αλλα εκτός των κανόνων της Ευρωζώνης.

Το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής αρέσκεται να κινείται στα θολά νερά του «αντιμνημονιακού» ρεύματος, βρίσκεται όμως ούτως ή άλλως έξω από το πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτικού και θεσμικού πολιτισμού. Η διατήρηση του δήθεν «αντιμνημονιακού» μετώπου απλώς εμποδίζει τη συγκρότηση και ενεργοποίηση του συνταγματικού τόξου εναντίον της βίας και συνεπώς αυτό είναι πολύ βολικό για τη Χ.Α.

Απομένει στην πραγματικότητα ένα «αντιμνημονιακό» κέλυφος που επιτρέπει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να χειρίζεται προσωρινά τις ανυπέρβλητες εσωτερικές αντιφάσεις ενός πολιτικού σχήματος που επιλέχθηκε από ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος ως φορέας της διαμαρτυρίας και της δυσαρέσκειας κοινωνικών ομάδων που εκφράστηκαν πολιτικά, την περίοδο της μεταπολίτευσης, μέσα από το ΠΑΣΟΚ ως ισχυρό ρεύμα προσδοκιών και κεκτημένων που σχετίζονται με την κρατούσα, τις τελευταίες δεκαετίες, αντίληψη για τον τρόπο οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας. Στο εσωτερικό, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως στο επίπεδο του στελεχικού δυναμικού, είναι προφανής και ρητός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε όσους θέλουν μια σταθερή πορεία μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ και όσους έχουν πειστεί ότι το μέλλον της χώρας βρίσκεται εκτός ευρώ και αν χρειαστεί και εκτός Ε.Ε.

Η εσωτερική αυτή αντίφαση είναι δυσβάστακτη για ένα κόμμα που είναι πολύ υπερήφανο για τις τελευταίες εκλογικές του επιδόσεις, οι οποίες δεν οφείλονται όμως σε αυτό, αλλά στη σφοδρή σύγκρουση του πολιτικού ΠΑΣΟΚ της κρίσης, του ΠΑΣΟΚ που κλήθηκε να σηκώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο εθνικό και ιστορικό βάρος, με το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης που συγκρότησε τις μεγάλες πολυσυλλεκτικές πλειοψηφίες. Η αντίφαση αυτή είναι δυσβάστακτη για ένα κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που περιέργως απέκτησε αυτοσυνειδησία πλειοψηφικού ρεύματος, χωρίς αυτό να αντιστοιχεί ούτε στα εκλογικά, ούτε στα καλύτερα δημοσκοπικά δεδομένα.

Το «αντιμνημονιακό» κέλυφος επιτρέπει ακόμη και το φλερτ μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. που προτείνουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, στον ελληνικό λαό, την κυβερνητική τους συνεργασία ως πολιτική εγγύηση για το μέλλον του τόπου και την οριστική υπέρβαση της κρίσης! Θεωρούν προφανώς ότι συμφωνούν, ότι αρκούν, ότι μπορούν.

Στην Ευρώπη, το μεγάλο ζητούμενο είναι να εκλογικευθούν οικονομικοί εθνικισμοί και σκληροί διακρατικοί συσχετισμοί μέσα από την συγκρότηση ενός ισχυρού ευρωπαϊκού «πολιτικού» Νότου με άξονα τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες και μέσα από μια νέα, πιο προοδευτική και διορατική, αλλά θεσμικά αναγκαστική, ισορροπία μεταξύ των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων: του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Η πρότασή μας για τη συγκρότηση της ευρύτερης δυνατής κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από το ψηφοδέλτιο των Ευρωεκλογών, σε αυτό το Ευρωπαϊκό στρατηγικό πλαίσιο εντάσσεται.

Την ώρα λοιπόν που στην Ευρώπη υπάρχουν τέτοια διακυβεύματα, στην Ελλάδα κάποιοι προσπαθούν να συντηρήσουν το τέχνασμα της διαίρεσης μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονικών» δυνάμεων. Ενώ, με άλλα λόγια, ο επείγον εθνικός στόχος είναι να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής, να προβληθεί και να εφαρμοστεί το ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και γενικά να βρεθούμε σε συνθήκες που επιτρέπουν στην Ελλάδα να ξαναγίνει ουσιαστικά ισότιμη και ασφαλής μέσα την Ευρώπη και το ευρώ ξεπερνώντας οριστικά το μνημόνιο, κάποιοι επιμένουν να οικοδομούν στο μνημόνιο μια τεχνητή και νόθα διχοτόμηση των πολιτικών δυνάμεων. Κινούνται με προφανή διαφορά φάσης και είναι διανοητικά και επικοινωνιακά σκανδαλώδες το γεγονός ότι το τέχνασμα συντηρείται ακόμη. Για πόσο όμως ακόμη;

Η νόθα αυτή κατάσταση δεν αφορά δυστυχώς μόνο τα κόμματα. Αφορά όλες τις μορφές του δημοσίου λόγου: κοινωνικές, επικοινωνιακές, ακαδημαϊκές, εκκλησιαστικές, καλλιτεχνικές, που συχνά υπερβαίνουν σε ένταση και απλούστευση τον πολιτικό/κομματικό λόγο. Το να περιγράφεις με μελανά χρώματα τις επιπτώσεις της κρίσης και να διεκτραγωδείς τη φτώχεια και την ανεργία είναι εύκολο, αλλά δεν είναι μια ολοκληρωμένη και υπεύθυνη θέση για την πορεία της χώρας και άρα των ανθρώπων της. Ίσως κάποιοι νομίζουν ότι ο δυσάρεστος ρόλος της λήψης δύσκολων αποφάσεων, αλλά και της πρότασης ολοκληρωμένων λύσεων ανήκει στους πολιτικούς, ενώ οι ίδιοι αρκούνται στην περιγραφή, την καταγγελία ή την απάλυνση ακραίων επιπτώσεων της κρίσης. Είναι, συνεπώς, ευθύνη όλων όσοι διατυπώνουν δημόσιο και κοινωνικό λόγο να μιλούν με την ακρίβεια και την ευθύτητα πού απαιτείται.

Εμείς, στο πεδίο της πολιτικής, μάθαμε τα τελευταία χρόνια με πολύ επώδυνο τρόπο ότι όταν δεν τοποθετείσαι με ακρίβεια και ευθύτητα, τελικά χάνεις. Κάποιοι νομίζουν, με ιστορική αφέλεια, ότι αυτό αφορά μόνο τη στενά νοούμενη πολιτική και κάποιοι, μέσα στην πολιτική, ότι αυτό αφορά τους άλλους και όχι τους ίδιους. Δεν θα αργήσουν να καταλάβουν ότι κάνουν λάθος.