Σύμπτωση: στις 20 του περασμένου μήνα βρέθηκα στην Κατερίνη, προσκαλεσμένος σε διημερίδα (19-20/04), αφιερωμένη στο έργο του Κώστα Βάρναλη και στη μνήμη του Χρίστου Τσολάκη. Είπα το ναι, επιλέγοντας ως θέμα τον ελεγειακό τρόπο και τόνο ανάμεσα σε δύο ποιητές, που, όσο ξέρω, δεν εμφανίζουν εκλεκτικές συγγένειες στις δόκιμες τουλάχιστον Γραμματολογίες που διαθέτουμε. Εννοούνται ο αρχαιότερος Βάρναλης (γεννιέται το 1884 και πεθαίνει το 1974 στα ενενήντα του) και ο νεότερος Ρίτσος (γεννιέται το 1909 και αποβιώνει στα 1990, κλείνοντας τα ογδόντα του). Εξαιρούνται ίσως ο Επιτάφιος του δεύτερου και η «Μάνα του Χριστού» του πρώτου, όπου εντοπίζονται αναλογικές ομοιότητες: θέματος, μορφής, διάθεσης και ιδεολογίας. Στην απρόβλεπτη αυτή σύγκριση αναγνωρίζονται και κάποια σημεία, που συμβαίνει να ανταποκρίνονται στα σταυρικά και αναστάσιμα δρώμενα της Μεγάλης Εβδομάδας.
Προηγούνται τα συμφραζόμενα των δύο ποιημάτων. Η «Μάνα του Χριστού» περιέχεται στη συλλογή Το φως που καίει, που δημοσιεύεται, στην πρώτη και εγκυρότερη μορφή της, το 1922, μοιραία χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εγκαινιάζοντας την πιο γόνιμη και ακμαία δεκαετία της ποιητικής παραγωγής του Κώστα Βάρναλη, στην έξοδο της οποίας ανήκουν και οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι (κυκλοφορούν το 1927). Οπου δημοσιεύεται και το συμπληρωματικό προς τη «Μάνα του Χριστού» ποίημα «Οι πόνοι της Παναγιάς», καταλήγοντας στην επόμενη αποστροφή:
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής, / χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου, να μην την πεις. / Θεριά οι άνθρωποι και δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. / Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. / Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Σε ομόλογη εξάλλου αποστροφή εκβάλλει και η πολύστροφη «Μαγδαληνή», στο Φως που καίει ενταγμένη και αυτή: Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί) / δεν ξάνοιγε τον σπαραγμό στα θάματά σου πίσω. / Κι αν πρόσμενες τον λυτρωμό σου από την άδικη θανή, / εγώ μονάχα τό ‘νιωσα που ήμουνα λάσπη και κοινή, / πόσο, Χριστέ, ‘σουν άνθρωπος. Κι εγώ θα σ’ αναστήσω!
Τόσα αρκούν για το ποιητικό περιβάλλον της «Μάνας του Χριστού». Επονται τα σύνδρομα που συνοδεύουν τον πασίγνωστο Επιτάφιο του Ρίτσου, με τον οποίο κλείνει κατά κάποιον τρόπο η πρώτη (παραδοσιακή λίγο-πολύ) περίοδός του, υποστυλωμένη από τα Τρακτέρ (1930-34) και τις Πυραμίδες (1936). Ανοίγοντας τον δρόμο στις νεωτερικές δοκιμές του ποιητή με Το τραγούδι της αδελφής (1936-1937) και την Εαρινή Συμφωνία (1937-1938).
Επικαιρική εξ ορισμού σύνθεση ο Επιτάφιος, προτάσσει, σε παρένθετο προλόγισμα, με σκηνική λιτότητα την πραγματολογική αναφορά του: «Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο της παιδί. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών, των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της».
Μετρικά συμμορφώνονται και τα δύο ποιήματα σε παραδοσιακά πρότυπα. «Η Μάνα του Χριστού» (αρθρωμένη σε δεκατρείς τετράστιχες στροφές) εφαρμόζει περίτεχνα τον αναπαιστικό δεκατρισύλλαβο. Ο Επιτάφιος (συνταγμένος συμμετρικά σε είκοσι ενότητες) ακολουθεί τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, σε οκτώ κάθε φορά ομοιοκατάληκτα δίστιχα.
Ελεγειακός κατά βάση και λυρικός ελέγχεται ο τρόπος (και ο τόνος) και στα δύο ποιήματα. Με ισχυρούς απόηχους από το δημοτικό μοιρολόι και τη Θυσία του Αβραάμ του Κορνάρου (ειδικότερα από τον θρήνο της Σάρρας), διακριτικούς από τον Λάμπρο και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, λανθάνοντες από τον Τάφο του Παλαμά.
Και στα δύο ποιήματα προβάλλεται το ζεύγος μάνας – γιου: με θρησκευτική ταυτότητα στον Βάρναλη, προσηγορική και ανώνυμη στον Ρίτσο. Και στα δύο ποιήματα ο σκηνικός χώρος είναι ύπαιθρος: κατάμεστος από απεργούς που απειλούνται στον Ρίτσο, από συρρέοντα λαό με βάγια στον Βάρναλη. Και στα δύο ποιήματα υπόκειται το χρέος της θυσίας που εξελίσσεται σε αυτοθυσία του μονάκριβου γιου, προκαλώντας τον θρήνο και το πένθος της μάνας. Τέλος, και στα δύο ποιήματα αναγνωρίζεται μια κλίμακα χρόνου, μοιρασμένη στο πριν, στο τώρα και στο μετά, με διαφορετική όμως διαδοχή και συμπλοκή στον Βάρναλη και στον Ρίτσο.
Απομένει να αναγνωριστούν κάποιες κρίσιμες διαφορές μεταξύ των δύο ποιητών και ποιημάτων, εντοπισμένες στο μεταίχμιο της συντελεσμένης σταύρωσης και της αναμενόμενης ανάστασης. Περί αυτού την Κυριακή του δύσπιστου Θωμά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ