Η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να διεκδικήσει εκ νέου την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων δεν θα χρειαστεί μόνο ισχυρή νομική θεμελίωση των απαιτήσεων για να υποχρεωθεί η Γερμανία να τις ικανοποιήσει. Θα χρειαστεί επίσης να διαχειριστεί και την εσωτερική πλειοδοσία, η οποία κατά καιρούς προβάλλει δυσθεώρητες απαιτήσεις και αστρονομικά ποσά.
Οσον αφορά το κατοχικό δάνειο, πρέπει πρώτα να αποφασιστεί σε ποιο νόμισμα θα γίνουν οι αποτιμήσεις και με βάση ποια αγορά ομολόγων θα γίνει ο ανατοκισμός. Αραγε με την ελληνική, αφού το δάνειο έγινε σε δραχμές, ή τη γερμανική, αφού αυτό ήταν το κράτος που το εισέπραξε;
Η εκτίμηση σε δραχμές είναι δυσχερής, γιατί η αξία του νομίσματος άλλαζε ταχύτατα λόγω του ιλιγγιώδους πληθωρισμού που επικρατούσε στην Κατοχή επειδή τα αποθέματα είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό και δεν υπήρχε αντίκρισμα σε χρυσό. Συνεχίστηκε όμως και μεταπολεμικά λόγω του Εμφυλίου και σταθεροποιήθηκε μόνο μετά το 1953. Ούτε τότε υπήρξε όμως αγορά μακροχρόνιων ομολόγων, η οποία λειτούργησε για πρώτη φορά το 1998, και έτσι μια αποτίμηση με ελληνικούς όρους θα δώσει «ψίχουλα».
Αν τώρα η αποτίμηση γίνει με τα λεγόμενα «κατοχικά μάρκα», θα είναι πάλι αδιέξοδη, γιατί αυτά δεν ήταν κανονικό νόμισμα αλλά πιστωτικά σημειώματα στο εσωτερικό κάθε κατεχόμενης χώρας που χρησιμοποιήθηκαν για να καμουφλάρουν την απαλλοτρίωση αγαθών και πλούτου χωρίς να φαίνεται ως αρπαγή, αφού ο κάτοχός τους θεωρητικά μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να αγοράσει άλλα προϊόντα. Στην πραγματικότητα, το σχήμα ήταν μια εσωτερική «πυραμίδα» που κατέρρεε μόλις κάποιος πήγαινε να ανταλλάξει τα κατοχικά μάρκα με γερμανικά προϊόντα.
Μια τρίτη επιλογή είναι να αποτιμηθεί το κατοχικό δάνειο σε μεταπολεμικά γερμανικά μάρκα, πράγμα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να συμφέρει την Ελλάδα γιατί οι αποδόσεις τους ήταν σημαντικές. Και αυτή η μέθοδος όμως οδηγεί σε υπερβολικά χαμηλή εκτίμηση γιατί μετά τον πόλεμο η ηττημένη Γερμανία βρέθηκε σε δεινή οικονομική κατάσταση και το μάρκο κατέρρευσε στο 10% της αξίας του νεότερου που το αντικατέστησε. Η νομισματική μεταρρύθμιση του 1948 σημαδεύτηκε επίσης από την πλήρη απαξίωση γερμανικών περιουσιακών τίτλων, με τα ομόλογα να πέφτουν κάτω από το 1% της προηγούμενης αξίας τους.
Η μόνη ρεαλιστική μέθοδος είναι να αποτιμηθεί το κατοχικό δάνειο σε ένα νόμισμα και σε μια αγορά που λειτούργησαν αδιατάρακτα όλη τη μεταπολεμική περίοδο και το καλύτερο παράδειγμα είναι τα αμερικανικά ομόλογα. Τα ποσά που θα υπολογιστούν θα είναι μικρότερα από τις αστρονομικές εκτιμήσεις, κανείς όμως διεθνής αξιολογητής δεν θα μπορέσει να τα αμφισβητήσει. Με παρόμοια διαδικασία έχουν άλλωστε αποτιμηθεί και άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχε λεηλατήσει η ναζιστική Γερμανία –όπως ο χρυσός και οι καταθέσεις των εβραίων –και γι’ αυτό υπάρχουν πολλά δεδικασμένα για την εγκυρότητά της. Διαφορετικά, αν επικρατήσει μια τακτική πλειοδοσίας, θα φουντώσουν μεν οι εγχώριες προσδοκίες για πακτωλό χρημάτων αλλά τελικά θα διευκολυνθεί η Γερμανία, αφού η ίδια γνωρίζει επακριβώς την πραγματική έκταση των υποχρεώσεών της και στη διαπραγμάτευση θα της ήταν εύκολο να καταρρίψει τους υπέρογκους ισχυρισμούς.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ