Οπως προκύπτει από όλα τα σχετικά έγγραφα και τις μαρτυρίες, η χρηματοδότηση των αυξημένων δαπανών του Αξονα την περίοδο 1942-44 γινόταν με ανοιχτή εκταμίευση από την Τράπεζα Ελλάδος. Σε αυτόν τον τύπο οφειλής συνηγορεί και το γεγονός ότι δεν είχε οριστεί κάποιο επιτόκιο για την προσαύξηση των δόσεων ή για την υπερημερία καταβολής τους και μόνο όταν παρουσιάστηκαν καθυστερήσεις στην εξόφληση, οι γερμανικές Αρχές δέχτηκαν να τιμαριθμοποιηθεί το ποσό με βάση την εξέλιξη των τιμών στα πιο βασικά αγαθά, όπως ελαιόλαδο, ψωμί, κ.λπ. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι εκτός από τον ρυθμό πληθωρισμού, καμία άλλη επιβάρυνση δεν θα επιβαλλόταν στην αναγκαστική εκταμίευση, πράγμα που είναι συμβατό μόνο με δανειακές διευκολύνσεις πολύ μικρής διάρκειας.
Επιπλέον, ούτε η Γερμανία ούτε η Ιταλία είχαν προσφέρει κάποια εμπράγματη εγγύηση, ούτε είχαν χορηγήσει ομόλογα των χωρών τους στην Ελλάδα όπως θα έκαναν αν ήταν κανονικό δάνειο.
H οφειλή λοιπόν δεν αποτελούσε κανονική δανειακή σύμβαση, αλλά ένα «ακάλυπτο δάνειο». Μάλιστα, για να αποφύγει την υποχρέωση χαρακτηρισμού της οφειλής ως δανείου, η Γερμανία επιχείρησε να μετονομάσει τον σκοπό της από Εξοδα Κατοχής (Besatzungskosten) σε δαπάνες κοινωφελών υποδομών (Aufbaukosten) οι οποίες τάχα θα εξυπηρετούσαν την Ελλάδα, άρα δεν υπήρχε λόγος να αποπληρωθούν στο Ελληνικό Δημόσιο. Ομως πιο αξιόπιστες γερμανικές πηγές υποστηρίζουν ότι μόλις το ένα εκατοστό (!) της δαπάνης «αφορούσε κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, καθώς και υγειονομικά έργα».
Τελικά όμως με τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα είναι σήμερα προτιμότερο για την Ελλάδα, που η τότε απαίτηση έγινε με όρους προσωρινής εκταμίευσης και όχι συμβατικού δανείου, εάν υπήρχε εμπράγματη εγγύηση με γερμανικά περιουσιακά στοιχεία, θα είχε καταστραφεί με την ήττα της Γερμανίας. Αν πάλι είχε τη μορφή ομολογιακού δανείου του Ράιχ τότε θα κινδύνευε να ταυτιστεί με την παραίτηση πολλών χωρών από τα χρέη της Γερμανίας που αποφασίστηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953 για να διευκολύνουν την ανοικοδόμησή της.
Παρά το γεγονός ότι κανένα διεθνές όργανο δεν έχει αρνηθεί τη βασιμότητα της ελληνικής διεκδίκησης, η τακτική ανένδοτης άρνησης της Γερμανίας εμπλουτίστηκε πρόσφατα με το σόφισμα ότι οι απαιτήσεις αποζημιώσεων είναι εκ του περισσού, καθόσον το γερμανικό κράτος είναι ο μείζων χρηματοδότης των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης που λαμβάνει η Ελλάδα.
Το επιχείρημα αυτό είναι και πάλι αστήρικτο για τους εξής λόγους:

Πρώτον,
είναι νομικά αβάσιμο, διότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ κατευθύνονται σε Περιφέρειες και όχι σε χώρες και κατά συνέπεια δεν μπορούν να συνυπολογισθούν έστω και καταχρηστικά σε ένα πλαίσιο οικονομικών διαφορών μεταξύ κρατών.

Δεύτερον,
είναι άσχετο, διότι πολλές ευρωπαϊκές περιφέρειες που τα λαμβάνουν δεν είχαν την παραμικρή πολεμική εμπλοκή με τη Γερμανία ώστε να συνεκτιμηθούν με ανάλογες εκκρεμότητες, όπως για παράδειγμα οι περιοχές της Ανδαλουσίας και των Βάσκων στην Ισπανία, του Αλεντέζο στην Πορτογαλία ή της Λαπωνίας στη Φινλανδία.

Τρίτον,
είναι παράδοξο, διότι αν υποτεθεί ότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος είναι τόσο πολλά που μπορούν να εκληφθούν ως οικονομικό αντιστάθμισμα για τη σφαγή των Καλαβρύτων, τότε πώς θα εκληφθούν για την Περιφέρεια της Πομερανίας εφόσον αυτή βρίσκεται στην επικράτεια της Γερμανίας που τότε ήταν ο αυτουργός των ακροτήτων; Αν λοιπόν υποτεθεί ότι για την ελληνική περιφέρεια ένας τέτοιος συμψηφισμός θα ήταν ντε φάκτο αποζημίωση προς τα θύματα, τότε για τη γερμανική περιφέρεια θα έμοιαζε με επιβράβευση του θύτη, πράγμα που κανείς δεν θα ήθελε!
Για τους λόγους αυτούς είναι πια καιρός να διευθετηθεί ένα μακρόσυρτο ζήτημα που εξακολουθεί να φορτίζει τις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και να τροφοδοτεί ποικίλες αντιδράσεις και αρνητικές διαθέσεις στην κοινή γνώμη κάθε μιας σε βάρος της άλλης.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ