Συζητώντας για την παγκοσμιοποίηση, συνηθίζεται να επισημαίνονται οι κίνδυνοι, δευτερευόντως και οι ευκαιρίες, που αυτή δημιουργεί για όσους –ανθρώπους, θεσμούς, αγορές, χώρες –βρίσκονται στην ακτίνα επιρροής της. H παγκοσμιοποίηση δεν είναι όμως (μόνο) μια ντουμπλ-φας διαδικασία επιβολής των «ισχυρών» στους «αδυνάμους» στο πλαίσιο μιας άνισης ανταλλαγής ευκαιριών και κινδύνων, αλλά συνιστά επιπλέον μια συνθήκη πολιτικής ευκαιρίας των «αδυνάμων» στην προσπάθεια να πάρουν τη ρεβάνς επί των «ισχυρών». Στις πράξεις τρομοκρατικής βίας εμπεριέχεται μια τέτοια διάσταση, αν και στην έκφραση εκδίκησης των «αδυνάμων» επί των «ισχυρών» είναι οι εξ ορισμού αδύναμοι, όπως ο οκτάχρονος Μάρτιν Ρίτσαρντ από τη Βοστώνη, που γίνονται θύματα των τρομοκρατών.
Οτι οι σύγχρονες κοινωνίες είναι συνυφασμένες με το ρίσκο, αποτελεί μια επαληθευμένη διαπίστωση από παλιά· ότι ζούμε την παγκοσμιότητα των διακινδυνεύσεων κάθε είδους, το διαπιστώνουμε πλέον καθημερινά. Αυτό που συνέβη εκεί, στις 15 Απριλίου, 2.50 το απόγευμα τοπική ώρα, κατά κυριολεξία «μπορεί να συμβεί παντού», διαπίστωσε με πικρία ο Λ. Σ. Γκράντερσον, βραβευμένος δημοσιογράφος και σχολιαστής στο CNN.com, επισημαίνοντας τη διάσταση της παγκοσμιότητας του Κακού που διαπερνά και καταργεί τα πολυδάπανα συστήματα ασφάλειας, αλλά πρώτα απ’ όλα διαπερνά και καταργεί το αίσθημα της προσωπικής «γαλήνης» στον πολίτη του αναπτυγμένου κόσμου.
Πρόκειται για μια νέα υπερδιάσταση της «κοινοτοπίας του Κακού»· από το Μόναχο και την Οκλαχόμα ως τη Νέα Υόρκη, την Ουτόγια και τη Βοστώνη ο κίνδυνος από την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό, όταν απρόσμενα κάνει την εμφάνισή του στην καρδιά του αναπτυγμένου κόσμου, δεν είναι λιγότερο καταστροφικός από τη μονίμως υψηλή επικινδυνότητα των πλέον βίαιων περιοχών του πλανήτη. Το βίωμα της ακραίας βίας είναι κοινό, από τη Βαγδάτη και τη Χομς ως την πάλαι ποτέ ανέμελη Ουτόγια και την ειδυλλιακή Βοστώνη –η διαφορά βρίσκεται πλέον στη συχνότητα εκδήλωσης των περιστατικών της ακραίας βίας και στον τρόπο αντιμετώπισής τους: στη Βαγδάτη και στη Χομς τη διαρκή βία ακολουθεί το χάος, ενώ η οργανωμένη αντιμετώπιση των περιστατικών τρομοκρατικής βίας και η αποτελεσματική περίθαλψη των θυμάτων στις οργανωμένες κοινωνίες του δυτικού κόσμου κάνουν, ίσως, μικρότερο τον πόνο αλλά όχι και τον τρόμο από τη βία των τρομοκρατών και των εξτρεμιστών.
«Είμαστε όλοι Βοστωνέζοι»· είναι το σύνθημα που γέμισε τους «τοίχους» των χρηστών στο Facebook και στο Twitter. To σύνθημα ήταν απάντηση σε όσους μετά τη διπλή βομβιστική επίθεση στη διάρκεια ενός αθλητικού αγώνα ειρήνης, όπως συμβολικά είναι κάθε μαραθώνιος, έψαχναν κυνικά για μακάβρια ισοδύναμα, μοίραζαν τους νεκρούς σε «δικούς τους» και «των άλλων» και τους ζύγιαζαν με βάση το φρόνημα, τη φυλή, την καταγωγή. Το ότι η βία, ο εξτρεμισμός, ο ολοκληρωτισμός ως ακραίες πράξεις περιφρόνησης της ζωής που ιεραρχείται με κριτήρια την εθνική καταγωγή, τη θρησκεία, την κοινωνική θέση, είναι ρατσιστικές, είναι κάτι αυτονόητο· το ότι ο ρατσισμός των απανταχού οπαδών της σκληρής βίας δεν απομειώνεται όταν τελειώσει η ίδια η ανθρώπινη ζωή, ξεπερνά και αυτά ακόμη τα όρια της έκφρασης του Κακού. Κι αν κάτι συνειδητοποιούμε με τρόμο, πέρα από εκείνον που δημιουργούν ακραίες πράξεις βίας, είναι ότι ακριβώς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ανοικτής πρόσβασης, της διαδικτύωσης, το Κακό έχει εξακτινωθεί όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και συναισθηματικά, φανερώνοντας μια διαδικασία συγκινησιακής εκκένωσης που βρίσκεται εν εξελίξει παρά τις διευρυμένες δυνατότητες της ανθρώπινης διεπαφής.
Ως τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζαμε ποια ήταν τα κίνητρά τους αλλά και η ψυχοδομή των δραστών. Σίγουρα είναι σπουδαίο να μάθουμε τι ακριβώς ισχύει σε σχέση με το προφίλ τους. Εκτός από ένα χρέος στη μνήμη των θυμάτων, η γνώση σε αυτό το πεδίο θα προσθέσει ένα πιθανό αντίδοτο ενάντια σε αυτό το συγκεκριμένο «στέλεχος» της βίας που έδρασε στη Βοστώνη και ίσως μελλοντικά προστατεύσει τη ζωή ενός άλλου Μάρτιν Ρίτσαρντ. Οχι πάντως ότι το αντίδοτο αυτό θα θωρακίσει την ανθρώπινη ζωή απέναντι στις πάμπολλες παραλλαγές της τρομοκρατικής και εξτρεμιστικής βίας. Ενα τέτοιο αντίδοτο δεν υπάρχει και αν υπάρξει δεν θα είναι (μόνο) τεχνικό. Ολα τα περίπλοκα συστήματα τεχνικής ασφάλειας θα είναι διάτρητα, όσο δεν υποστηρίζονται από τη γνώση (αντί τις ιδεοληψίες), τα έλλογα επιχειρήματα (αντί τη συνωμοσιολογία), τον έντιμο πολιτικό ανταγωνισμό (αντί τον λαϊκισμό), τη συναισθηματική εμπλοκή στα κοινά (αντί την πολιτική αποξένωση και τον κυνισμό) εκείνων που θέλουν να προστατεύσουν.
Οι τρομοκράτες έχουν τα μέσα της καταστροφής, αλλά είμαστε εμείς που μπορούμε να αναπτύξουμε τα μέσα της ειρηνικής εξουδετέρωσης των εργαλείων της καταστροφής.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ