Στις 6.4.2013 δημοσιεύθηκε στο Βήμα η είδηση ότι καταζητούνται απ’ τις γερμανικές αρχές 50 πρώην δεσμοφύλακες του Αουσβιτς για να δικασθούν, 70 χρόνια μετά τον ρόλο που αυτοί οι δεσμοφύλακες εικάζεται ότι έπαιξαν στα τραγικά εκείνα γεγονότα.

Βάσει λογικής το ευρίσκω αυτό ακατανόητο (αλλά βεβαίως η εξήγηση έχει να κάνει με τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες). Το κύριο επιχείρημα των διωκομένων για ωμότητες/εγκλήματα του Γ΄Ράϊχ, τώρα όπως τότε, είναι ότι εκτελούσαν διαταγές. Σε τι αποσκοπεί η δίωξη των 50 δεσμοφυλάκων; Να μη ξανακάνουν τα ίδια, άνθρωποι ηλικίας 90+; Ή να μη τους μιμηθούν άλλοι; Λες και αν μία χώρα/κοινωνία ευρεθεί σε Χ συνθήκες δεν θα αντιδράσει με όποιον τρόπο κρίνει πλέον τελέσφορο η εκάστοτε ηγεσία, ανεξαρτήτως πιθανών «τιμωριών». (Π.χ., θα είναι έγκλημα «κατά της ανθρωπότητος» μία μελλοντική ελληνική κυβέρνηση να εκδιώξει βιαίως όλους τους λαθρομετανάστες και να σταματήσει βιαίως την είσοδο άλλων; Μα τότε οι ενδιαφερόμενοι «ανθρωπιστές» ας τους παίρνουν/πάρουν στις χώρες των, ουδείς τους εμποδίζει!)

Αλλωστε ποιος θα τιμωρήσει τους ηγέτες αυτούς αν κάνουν ακόμη και αποτρόπαια πράγματα; Δύο δυνατότητες υπάρχουν. Ή δυνάμεις μες από την χώρα μετά εμφυλία σύγκρουσι, ή εξωτερικές δυνάμεις – δηλ. οι νικητές/εισβολείς μετά διακρατικό πόλεμο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπερισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου (όρα Ιράκ). Γι’ αυτό και η επίκληση αρχών, νόμων, διεθνούς δικαίου ή δικαίου του πολέμου είναι έωλη στον βαθμό που (α) ο σχετικός νόμος είναι μεταγενέστερος της «εγκληματικής» πράξεως, (β) δεν αφορά διακρατικές σχέσεις, μα «εγκλήματα» μες στην δεδομένη χώρα (καθώς τότε η επιβολή ενός τέτοιου νόμου παραβιάζει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, ενίοτε δε και της δημοκρατίας, ιδίως όταν το δεδομένο κράτος δεν έχει αποδεχθή ή έχει απορρίψει αυτό το νομικό πλαίσιο ή η «υπόλογη» ηγεσία δεν το αναγνωρίζει. Εξ άλλου, πώς ορίζεται η «δεδομένη» χώρα σε καιρό πολέμου; Περιλαμβάνονται σε αυτήν αι κατεχόμενες περιοχές ή χώρες;

Είναι έωλη επίσης μία τοιαύτη επίκληση διότι πολύ εύκολα, καθ’ όλη την ανθρωπίνη ιστορία, πόλεμοι και κατακτήσεις έχουν δικαιολογηθή απ’ τους νικητές ακριβώς με αναφορά σε «ανώτερες» αρχές, π.χ., θρησκευτικές, «εκπολιτιστικές», ή σε τυχάρπαστες αφορμές (που πανεύκολα ευρίσκονται, αν θέλει ο επιτιθέμενος). Λ.χ., πολύ θα ήθελα την ανατροπή του (κατά την γνώμη μου) αποτροπαίου και απανθρώπου καθεστώτος της Β. Κορέας, ή της χούντας του Βιδέλα στην Αργεντινή ή του Παπαδόπουλου στην Ελλάδα, έστω και με εξωτερική επέμβασι – αλλά καταλαβαίνω ότι τότε δύσκολα θα είχα «ηθική» βάσι για ν’ απορρίψω την επέμβασι της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία το 1968, του ΝΑΤΟ στην Νοτιοσλαυϊα το 2000, των Αγγλων στην Αθήνα τον Δεκέμβριο 1944 ή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Δικαιολογίες και αφορμές… άπειρες: πότε κινδυνεύει η δημοκρατία, πότε ο σοσιαλισμός, πότε τα «ανθρώπινα δικαιώματα», πότε αι ξένες επενδύσεις, πότε το έθνος.

Αν λοιπόν η επίκληση κάποιας «νομιμότητος» δεν ισχύει ως ηθικολογική βάση, η μόνη τοιαύτη βάση για τιμωρία «εγκλημάτων» κρατών ή ηγεσιών ή των υφισταμένων των είναι η ανάγκη και απαίτηση για εκδίκησι (π.χ., για το Ολοκαύτωμα), για ισορροπία δικαίου, πράγμα φυσιολογικό & θεμιτό μεν, αλλά που (υποκριτικά ή έστω ανορθολογικά) απορρίπτουν ως επιχείρημα οι θιασώτες της «πολιτικής ορθότητος» και του λεγομένου «συγχρόνου νομικού πολιτισμού» (όπως, παρεμπιπτόντως, και οι πολέμιοι της θανατικής ποινής). Όλο το λοιπό περιτύλιγμα, σχετικοί νόμοι, αναφορές σε «εγκλήματα πολέμου» ή «κατά της ανθρωπότητος», κ.α., εκ των υστέρων εφευρέθηκαν ή εφευρίσκονται, προ πάντων δε μεροληπτικά εφαρμόζονται, άλλοτε μεν επί «αριστερών» και άλλοτε επί «δεξιών» «εγκληματιών», αναλόγως των εκάστοτε διεθνών συγκυριών, πολιτικών σκοπιμοτήτων και συσχετισμών δυνάμεων.

Π.χ., γιατί δεν διώκονται οι λαβόντες μέρος στα εγκλήματα του Στάλιν, οι ερυθροφρουροί της πολιτιστικής επαναστάσεως στην μαοϊκή Κίνα, η ηγεσία της Β. Κορέας; Ή, αν ζούσαν σήμερα οι Ισπανοί κατακτητές της Ν. Αμερικής ή οι Μογγόλοι του Genghis Khan, θα εδιώκοντο για τις γενοκτονίες που διέπραξαν – κατ’ αναλογία με τους 50 του Αουσβιτς; Ας είμαστε σοβαροί. Η μόνη δικαίωση και δικαιολόγηση (έστω κατόπιν εορτής) για τις δίκες της Νυρεμβέργης και τις σημερινές διώξεις κατά, λ.χ., των 50 του Αουσβιτς, αλλά και ο μόνος τρόπος ορθολογικής ή έστω συνεπούς αντιμετωπίσεως του επιχειρήματος περί αναγκαστικής εκτελέσεως διαταγών που έδιναν/δίνουν ανώτεροι, θα ήταν η διακήρυξη urbi et orbi ότι πας στρατιώτης ή πολίτης έχει δικαίωμα (ή και υποχρέωσι) ν’ αρνείται την εκτέλεσι διαταγών με τις οποίες δεν συμφωνεί, χωρίς περιορισμούς. Θα ήταν, ακόμη, η διακήρυξη ότι, λ.χ., σε όλες τις χώρες η στρατιωτική πειθαρχία επαφίεται στην εκτίμησι από μέρους των κατωτέρων βαθμοφόρων για το τι είναι κακό και τι καλό και την συνεπακόλουθη καλή ή κακή των θέλησι να εκτελέσουν τις σχετικές διαταγές.

Η άρνηση του ανωτέρω επιχειρήματος ως ισχυρού απ’ τον «νομικό πολιτισμό» μας συνεπάγεται ότι αυτός ο «νομικός πολιτισμός» θεωρεί αυτονόητη την ετοιμότητα του όποιου υφισταμένου ν’ αντιμετωπίσει ο ίδιος το εκτελεστικό απόσπασμα προκειμένου να μη σκοτώσει ή βασανίσει αθώους. ‘Σαν πολλά δεν ζητούμε – και μάλλον υποκριτικά – απ’ τους ανθρώπους; Τέτοια λοιπόν διακήρυξη, τέτοια αρχή δικαίου, ουδέποτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Ουδένα συμφέρει και ουδέν αποτρέπει. Οθεν, το επιχείρημα «έκανα αυτά που έκανα διότι εκτελούσα διαταγές» είναι ισχυρό. Γι’ αυτό και η έννοια του «εγκλήματος πολέμου» ή «κατά της ανθρωπότητος» είναι κατ’ ανάγκην περιπτωσιολογική και η εν τη πράξει ερμηνεία της εξαρτάται απ’ το «δίκαιον» (δηλ. τα πολιτικά ή και οικονομικά συμφέροντα) του εκάστοτε ισχυροτέρου. Πιο έντιμη πράξη θα ήταν η παραδοχή της εκδικήσεως, της ισορροπίας δικαίου, δηλ. της αρχής «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος», ως φυσιολογικής και θεμιτής αρχής τόσο στο διεθνές όσο στο εσωτερικό δίκαιο (φυσικά με αναγκαίες για την εποχή μας προσαρμογές, όπως, λ.χ., στην αναλογία εγκλήματος και τιμωρίας ή την έμφασι στο «ποίος ήρξατο χειρών αδίκων», δηλ. ποίος παρενόμησε ή έθιξε πρώτος) – με συνέπειες όμως που, νομίζω, δεν θα άρεσαν ειδικά στους αριστερούς και τους «ανθρωπιστές».