Ενα κλασικό –και δυστυχώς επίκαιρο –θέμα είναι η φορολογική πολιτική και συγκεκριμένα τι φόρους πρέπει να χρησιμοποιεί μια κυβέρνηση. Προτού αρχίσουμε είναι χρήσιμο να θυμηθούμε δύο περιορισμούς. Πρώτον, όλοι οι φόροι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, στρεβλώνουν τα κίνητρα, δηλαδή έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Αυτό ωστόσο είναι το αναπόφευκτο τίμημα της παροχής δημοσίων αγαθών που χωρίς την ύπαρξη φορολογικών εσόδων δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν (θαύματα δεν γίνονται). Δεύτερον, με δεδομένη την επιθυμία παροχής δημοσίων αγαθών, η πρόκληση είναι να βρούμε το λιγότερο κακό μείγμα φορολογικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ισορροπήσουμε μεταξύ ανάπτυξης και ισότητας, με την έννοια ότι κάποιοι φόροι μπορεί να είναι ευνοϊκοί για την ανάπτυξη αλλά να διευρύνουν την ανισότητα, ενώ κάποιοι άλλοι φόροι να μειώνουν την ανισότητα αλλά να είναι τόσο διαστρεβλωτικοί που να κάνουν τελικά όλους τους πολίτες χειρότερα (σαν τον φόρο στα ακίνητα στην Ελλάδα ή τον φόρο στις καταθέσεις στην Κύπρο).
Οι εμπειρικές μελέτες για τις διάφορες χώρες φαίνεται να συγκλίνουν στα ακόλουθα:
1. Mε βάση τους φόρους όπως είναι σήμερα στις περισσότερες χώρες, αν απαιτείται μια περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων, τότε είναι καλύτερο να γίνει μέσω αύξησης των φόρων κατανάλωσης (π.χ., ΦΠΑ) παρά μέσω της αύξησης των φόρων εισοδήματος γιατί οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα διαστρεβλωτικοί. Εφόσον οι υψηλότεροι φόροι κατανάλωσης χειροτερεύουν την ανισότητα, πρέπει να συνοδεύονται από μεταβιβαστικές πληρωμές στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.
2. H φορολογία εισοδήματος είναι καλό να είναι προοδευτική.
3. Οι αναδρομικοί φόροι στον «πλούτο» (π.χ., με τη μορφή φόρων στην ακίνητη περιουσία ή κατάσχεσης καταθέσεων) είναι διπλοί φόροι αφού το εισόδημα που έχει οδηγήσει στην απόκτησή τους έχει ήδη φορολογηθεί στο παρελθόν. Αν μια κυβέρνηση μπορεί να πείσει ότι θα επιβληθούν μία φορά μόνο και δεν θα χρησιμοποιηθούν ξανά, τέτοιοι φόροι δεν είναι ιδιαίτερα διαστρεβλωτικοί και ζημιογόνοι. Αν όχι, τότε είναι πολύ διαστρεβλωτικοί, ως και καταστρεπτικοί, για την αξιοπιστία, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη και είναι σαφής ένδειξη μυωπικής συμπεριφοράς με την έννοια ότι δεν ενδιαφερόμαστε τι θα γίνει στο άμεσο μέλλον.
Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι το ζητούμενο είναι η εξεύρεση κάποιου μείγματος φορολογικής πολιτικής (π.χ., αύξηση του φόρου κατανάλωσης με ταυτόχρονη μείωση του φόρου εισοδήματος).
Είναι σημαντικό να ποσοτικοποιούμε τις πολύπλοκες επιδράσεις που έχουν οι αλλαγές στη φορολογική πολιτική τόσο στο απόλυτο επίπεδο ευημερίας (βλέπε ανάπτυξη) όσο και στο σχετικό (βλέπε ανισότητα). Αυτό είναι κάτι που στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες οικονομίες, δεν γίνεται. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι η εφαρμοσμένη οικονομική έρευνα δεν είναι ικανοποιητική αλλά κυρίως γιατί εδώ και πολλά χρόνια τα πολιτικά κόμματα αρέσκονται να υπόσχονται τα πάντα και έτσι δεν στηρίζουν την ίδρυση ανεξάρτητων δημοσιονομικών ινστιτούτων.

Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ