Στον χώρο της επιλεγόμενης σοβαρής μουσικής, στην εποχή της κρίσης, δεν διατρέχουμε σίγουρα μια περίοδο ύφεσης. Είναι μάλιστα να απορεί κανείς που σε μια χώρα με την παράδοση της Ελλάδας, ειδικά ο τομέας της μουσικής μπαρόκ (της πάλαι ποτέ «προκλασικής») καλλιεργείται από τόσους καλούς εκτελεστές με τόσο αξιοσημείωτες επιδόσεις.

Παρατηρείται όμως το εξής φαινόμενο: οι φορείς που διαφημίζουν τις εκδηλώσεις όπερας, συμφωνικής μουσικής κ.λπ. όλο και περισσότερο αισθάνονται την ανάγκη να καταφεύγουν σε διατυπώσεις υπερθετικού βαθμού: είναι εκπληκτικό πόσοι «γίγαντες» της κλασικής σύνθεσης, «διάσημοι» εκτελεστές, «επιφανείς» σολίστ, «αριστουργηματικές» συμφωνίες και άλλα σπουδαία ή σπουδαιοφανή κατακλύζουν τις κατά τα άλλα αξιοπρεπείς πλέον αίθουσές μας. Είναι καταθλιπτική και αφόρητα επαρχιώτικη, ίσως ακόμη και προσβλητική, αυτή η φορτική έμφαση στις αρετές του προϊόντος, λες και οι αποδέκτες ανήκουν σε κάποια φυλή αγρίων, ή τουλάχιστο ασχέτων που αγνοούν πράγματα στοιχειώδη, όπως ας πούμε την ύπαρξη του Μπετόβεν ή του Βέρντι, και πρέπει να προσελκυστούν με το παιδαριώδες δόλωμα της διαφημιστικής υπερβολής, σαν να πρόκειται για μια νέα επιθεώρηση ή παράσταση τσίρκου. Η διαφήμιση εν τέλει εξευτελίζει την τέχνη.

Θα πείτε πιθανώς ότι εμείς δεν έχουμε τη μουσική κουλτούρα των Ευρωπαίων. Υπάρχουν όμως χώροι, όπως ευτυχώς το Γ’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου η τέχνη αυτή θεραπεύεται με αξιώσεις. Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο. Παραγωγοί-εκφωνητές που όσο πιο «φευγάτοι» ακούγονται, μιλώντας χαμηλόφωνα με το μικρόφωνο στο στόμα και με τρόπο αφύσικο ως και παρεξηγήσιμο στην καθημερινή ζωή, τόσο περισσότερο θεωρούν ότι εναρμονίζονται με μια κακώς εννοούμενη παράδοση του Τρίτου. Αναπαράγουν εν τούτοις μια ιδέα ελιτισμού και δίνουν την εντύπωση ότι η σοβαρή μουσική είναι μια κουλτουριάρικη υπόθεση στην οποία κανείς μετέχει σχεδόν σε συνθήκες ιδιότυπου ή και προβληματικού ψυχισμού. Ή εναλλακτικά, στομφώδεις αναγγελίες και σχολιασμοί, σαν η υπόθεση αυτή να είναι κατάλληλη μόνο για τα σαλόνια του Φοντενεμπλό. Οι παρουσιαστές του Τρίτου δεν έχουν ακόμα αποδεσμευτεί από τη φόρμουλα της γραπτής εκφώνησης του έργου και την ακόλουθη ακρόασή του, με αποτέλεσμα στοιχειώδους περιεχομένου εκπομπές που δεν βοηθούν την παραπάνω έλλειψη μουσικής κουλτούρας. Είναι πολύ αξιόλογες οι εξαιρέσεις στο Τρίτο που ακούγονται τελευταία, νέων και ικανών παρουσιαστών σε θέση να αναπτύσσουν, προφορικά, ενδιαφέροντα ζητήματα γύρω από την καλή μουσική και όχι μόνο την κλασική. Ο παλιομοδίτικος στόμφος του Τρίτου και οι λεκτικές υπερβολές στην προβολή των μουσικών μας γεγονότων είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ