Οι πιο πολλοί σήμερα ταυτίζουν τη Μάργκαρετ Θάτσερ με την αμείλικτη πολιτική που εφάρμοσε για να συντρίψει την επιρροή των εργατικών συνδικάτων και να κατεδαφίσει το μοντέλο της μεικτής οικονομίας στη Βρετανία. Δεν της βγήκε όμως από την αρχή. Τρία χρόνια μετά την πρώτη εκλογή της, η οικονομία είχε βυθιστεί στην ύφεση, τα εργοστάσια έκλειναν απανωτά και η ανεργία είχε ξεπεράσει το 10%, πρωτοφανές τότε για την Ευρώπη. Οι ταραχές στο Μπρίξτον και το Λίβερπουλ φόβιζαν τη μεσαία τάξη, ενώ η κυβέρνηση ήταν πανικόβλητη από τις απεργίες πείνας και τους νεκρούς του IRA. Η Θάτσερ βρισκόταν στο ναδίρ της δημοτικότητας και τα στοιχήματα δεν έμπαιναν πλέον για το αν θα παραιτηθεί, αλλά μόνο για το πότε ακριβώς θα φύγει.
Η πολιτική της –ο «θατσερισμός» όπως αποκλήθηκε στην αρχή περιφρονητικά αλλά αργότερα με δέος –θα ήταν σήμερα μια δυσάρεστη υποσημείωση στην οικονομική ιστορία, αν την άνοιξη του 1982 δεν είχε γίνει ο πόλεμος στα νησιά Φόκλαντς ή τις Μαλβίδες, όπως τα έλεγε η Αργεντινή και τα είχε καταλάβει. Αγνοώντας τις συμβουλές για συμβιβασμό, ακόμη και από τις ΗΠΑ που στήριζαν τη χούντα του Γκαλτιέρι, η Θάτσερ άδραξε την ευκαιρία συνολικής αντεπίθεσης και έστειλε 100 πλοία να ανακαταλάβουν τα νησιά, η μεγαλύτερη βρετανική εκστρατεία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το πιο ενδιαφέρον παίγνιο μπλόφας και στρατηγικής την εποχή εκείνη.
Οταν λίγες ημέρες αργότερα το μεταγωγικό «Σέφιλντ» βυθιζόταν από τα Εξοσετ και η Αγγλία από ντροπή, η Θάτσερ πιέστηκε από το ίδιο της το κόμμα να παραιτηθεί αλλά και πάλι πήρε μια τελευταία διορία ποντάροντας όχι μόνο την πρωθυπουργία αλλά τα νησιά και τον στόλο. Σε έναν μήνα είχε κερδίσει τον πόλεμο, όλο το Κοινοβούλιο την αποθέωσε και τότε οι πρωτοβουλίες της Θάτσερ άρχισαν να αλλάζουν τα δεδομένα στη Βρετανία, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Στο εσωτερικό της χώρας η αντιπολίτευση των Εργατικών εγκλωβίστηκε στις επευφημίες του πολέμου, αφήνοντας τους ανθρακωρύχους μόνους στο μένος της Θάτσερ που κυριολεκτικά τους αφάνισε, διαλύοντας τα ορυχεία, τα χωριά, τα σπίτια και τη δουλειά τους. Τα συνδικάτα είναι πλέον ηττημένα, η πολιτική συναίνεση περιφρονείται ως αδυναμία και το σύστημα κοινωνικής μέριμνας σαν παλιά ασθένεια που πρέπει να ξεριζωθεί.
Η νίκη στα Φόκλαντς την κάνει πολύ δημοφιλή στα μικρομεσαία στρώματα που μισούν το κατεστημένο, αλλά γοητεύονται από την παλίμψηστη αίγλη της αυτοκρατορίας. Μαγνητίζονται όμως ακόμη περισσότερο και από τις δελεαστικές προοπτικές των μετοχών που σιγά-σιγά αγοράζουν με τις αποκρατικοποιήσεις. Με τη ραγδαία απελευθέρωση των αγορών και τα υψηλά επιτόκια της μονεταριστικής πολιτικής, τα ξένα κεφάλαια πλημμύρισαν τη Βρετανία δημιουργώντας έναν πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό τομέα με πρωτοφανή κερδοφορία. Ο όρος «εποπτεία» είναι βλασφημία στο λεξιλόγιο της Θάτσερ και γι’ αυτό σύντομα η κερδοσκοπική φρενίτιδα οδηγεί στην κρίση του 1987, ξανά το 2000 και πρόσφατα το 2008, αποδεκατίζοντας οριστικά τη βρετανική βιομηχανία που ποτέ δεν συνήλθε από το ξεχαρβάλωμα του 1980.
Στην Ευρώπη, η Θάτσερ γίνεται το αντίπαλο δέος του Ζακ Ντελόρ και αυτοδίκαια ηγείται του ρεύματος του «ευρω-σκεπτικισμού» που μείζονα εμπόδια προκάλεσε έκτοτε στην εμβάθυνση και την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ιδέας.
Η μεγάλη της όμως εκτόξευση στη διεθνή πολιτική έγινε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Η Αμερική μπορεί να έβαζε τα λεφτά στον «Πόλεμο των Αστρων» για να γονατίσει οικονομικά την ΕΣΣΔ αν τον ακολουθούσε, στρατηγικός νους ήταν όμως η Θάτσερ που προωθούσε την εγκατάσταση των πυραύλων στην Ευρώπη, αψηφώντας το μαζικό κίνημα αφοπλισμού. Με το σύνθημα «καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος» πλαγιοκόπησε την πολιτική συμφιλίωσης που ακολουθούσε η Γερμανία και οδήγησε τελικά τον Γκορμπατσόφ –όπως ο ίδιος ομολόγησε αργότερα –να εγκαταλείψει τον ανταγωνισμό με τη Δύση, να δεχτεί αλλαγή καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και τον διαμελισμό της χώρας του.
Πολλοί συγκρίνουν τη Θάτσερ με τον Τσόρτσιλ, αλλά πέφτουν έξω. ΟΤσόρτσιλ, παρά την ασίγαστη ειρωνεία του προς όλους, δεν περιφρονούσε ούτε το πλήθος ούτε το κράτος αλλά έβρισκε πολλούς τρόπους να εμψυχώνει το πρώτο και να ενισχύει το δεύτερο. Αντίθετα η Θάτσερ κατήγγελλε διαρκώς τους θεσμούς, ήταν καχύποπτη απέναντι στον πνευματικό κόσμο και δεν χώνεψε ποτέ την κοινωνία. Γι’ αυτό και όταν σκέφτηκε να επιβάλει κεφαλικό φόρο σε όλους τους πολίτες, το θεώρησαν τόσο αφόρητη προσβολή που η Σιδηρά Κυρία έπεσε και έφυγε εν ριπή οφθαλμού. Δεν ξεχάστηκε όμως και ούτε πρόκειται σύντομα. Η πολιτική της άλλους θα διχάζει φανατικά και άλλους θα εμπνέει έντονα, ακριβώς γιατί πάντα υπήρξε πολιτικά απρόβλεπτη, κοινωνικά άτεγκτη και στρατηγικά ριψοκίνδυνη. Οποιος την ακολούθησε δεν κέρδισε πάντα, όποιος όμως την υποτίμησε βρέθηκε χαμένος.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ