Κατά την διάρκεια της τρεχούσης «ευρωζωνικής» κρίσεως, προωθήθηκε (2012-13) η ιδέα της δημιουργίας ενός Μηχανισμού Ευρωπαϊκής Σταθερότητος (ESM), για την παροχή δανείων σε χώρες της ευρωζώνης (με προϋπόθεσι αυτές να έχουν υπογράψει το λεγόμενο Δημοσιονομικό Σύμφωνο), καθώς και ενός Μοναδικού Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) του τραπεζικού τομέως στην ευρωζώνη. Και ενώ ήδη συνέβαιναν αυτά και η κατάσταση είχε αρχίσει να δείχνει κάποια αχνά σημάδια νηνεμίας , ήλθε η κρίση στην Κύπρο, κατά την διάρκεια της οποίας και ως αιτία επιδεινώσεώς της, ετέθη θέμα «κουρέματος» καταθέσεων – απαίτηση, που ουδέποτε είχε περάσει στα επίσημα κείμενα για τον ESM ή τον SSM, ούτε είχε τεθή δημοσίως οπουδήποτε. Μάλιστα, παρά τον θόρυβο, που διεθνώς δημιουργήθηκε μετά την «λύσι», που επεβλήθη στην Κύπρο, διάφοροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συντηρούν τον θόρυβο, με «διερευνητικές» ή «προετοιμαστικές» δηλώσεις για την «ανάγκη» στο μέλλον να συμμετέχουν οι «μεγαλοκαταθέτες» στις «διασώσεις» τραπεζών στην ευρωζώνη – ενώ άλλοι αποκαλούν κατ’ ουσίαν τους πρώτους από αδαείς ως τρελλούς ή τουλάχιστον απρόσεκτους.

Είναι προφανές ότι κάτι έχει αλλάξει ή αλλάζει. Ποσώς, κατ’ αρχήν, ενδιαφέρει αν «μεγαλοκαταθέτες» στην Κύπρο ήταν (και) «Ρώσοι ολιγάρχες». Υπήρχαν, από καιρό, άλλα εργαλεία για να ελεγχθεί η Κύπρος για «ξέπλυμα» χρήματος ή αντικοινοτικές τραπεζικές πρακτικές – άλλωστε, προειδοποιητικές βολές ήδη εκτοξεύονται κατά της ασφαλείας των καταθέσεων παντού στην ευρωζώνη. Με δεδομένη δε την πορεία προς τον SSM τα εργαλεία ελέγχου του τραπεζικού συστήματος ισχυροποιούνταν/-νται χωρίς να ήταν/είναι αναγκαίο να τεθεί θέμα ασφαλείας των καταθέσεων, που αυξάνει υπέρμετρα τις πιθανότητες προκλήσεως τραπεζικού πανικού παντού όπου υπάρχει «προβληματική» οικονομία.

Γιατί λοιπόν οι Γερμανοί (και όσοι ελέγχονται ή παρασύρονται από αυτούς) να θέσουν/-τουν τέτοιο θέμα ΤΩΡΑ; Με τρόπο μάλιστα, που εντείνει και εξαπλώνει την κρίσι, που δηλ. αυξάνει την αστάθεια του ευρωζωνικού συστήματος (και όχι μόνο); Δεχόμενοι ότι σε τέτοια μεγάλα παιγνίδια οι «εκτός νυμφώνος» δεν έχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ένα αρκετά πιθανό και ευλογοφανές σενάριο είναι το εξής:

Η διαχείριση της κρίσεως, απ’ την ώρα που αυτή εκδηλώθηκε, υπήρξε πολύ κακή, από τεχνοοικονομικής απόψεως. Ηγέτες κατώτεροι των περιστάσεων, μικροπολιτικοί ή έστω κοντόθωροι & αποσπασματικοί υπολογισμοί, ως και δισταγμοί, εκ μέρους των ηγεσιών, τόσο των «μεγάλων» χωρών όσο των «προβληματικών» τοιούτων (ιδίως Ελλάδος & Κύπρου), ελλιπή «πακέτα σωτηρίας», υποεκτίμηση των καταστάσεων και συνεπειών, ανοχή στην μεταρρυθμιστική ατολμία των τοπικών ελίτ. Συνεπεία αυτών των λαθών, η κρίση στον λεγόμενο Νότο συνεχώς χειροτερεύει, ενώ αι προοπτικές πολιτικής αποσταθεροποιήσεως δυναμώνουν.

Ενδέχεται, λοιπόν, η Γερμανία, η χώρα δηλ. με την ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη και αυτή, που πρωτίστως έχει πληρώσει τα περισσότερα για να «βοηθήσει» (και ας μη πιάσουμε τώρα συζήτησι για το κατά πόσον έχει πράγματι βοηθήσει), να έχει σχετικώς προσφάτως διαπιστώσει κάτι, εν τη «σοφία» της: ότι ο Νότος αποδιαρθρώνεται, ότι σιγά-σιγά καταρρέει, μαζί του δε η προοπτική του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος. Ακόμη, ότι με την ύφεσι να βαθαίνει το χρέος του Νότου αρχίζει να μην είναι πιά εξυπηρετήσιμο. Ότι, συνεπώς, ήταν/είναι θέμα χρόνου η αποχώρηση μιάς και μετά άλλων χωρών απ’ το ευρώ.

Προσοχή: δεν λέω ότι η Γερμανία επεδίωξε να φθάσουν τα πράγματα εδώ. Ιδανικά ίσως να ήθελε (ή και ακόμη να θέλει) την εξυγίανσι του Νότου και τον σχηματισμό μιάς ισχυρής Ευρώπης, έστω υπό την «ευμενή ηγεμονία» της, με χαμηλά χρέη και χονδρικά ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, με υγιείς τράπεζες. Λέω ότι μες από ένα συνδυασμό πολιτικής & οικονομικής μυωπίας, μες από μια σειρά λαθών, διαχειρίσθηκε την κρίσι, αφ’ ής στιγμής αυτή εκδηλώθηκε, με τρόπο που την ενέτεινε, την επιδείνωσε. Σε αυτά τα λάθη συνέβαλαν και άλλες χώρες (π.χ., Γαλλία), αλλά και αι πολιτικές τάξεις των «προβληματικών» χωρών (προεξαρχουσών Ελλάδος & Κύπρου), που δεν ήθελαν/θέλουν, ή ίσως δεν ηδύναντο, να κάνουν πραγματικές μεταρρυθμίσεις στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, που η εξέλιξη της κρίσεως και η διαχείριση αυτής απ’ την τρόϊκα καθόριζαν.

Όμως τώρα, με δεδομένες τις κακές προοπτικές του Νότου (όπου σιγά-σιγά εντάσσεται και η Γαλλία), ενδέχεται η Γερμανία νάχει αποφασίσει να κάνει το λεγόμενο end game (το κλείσιμο της παρτίδας). Αυτό σημαίνει: Σφίγγω τα λουριά στον Νότο, μεγεθύνω τις απαιτήσεις μου, σκληραίνω, επιταχύνω τις κατά την γνώμη μου αναγκαίες «ευρωπαϊκές» μεταρρυθμίσεις, και όποιος δύναται ας ακολουθήσει. Ενδεχομένως κιόλας, τρομοκρατώ ή, έστω, «προειδοποιώ» (π.χ., διακηρύσσοντας ή αφήνοντας να εννοηθεί ότι ούτε αι καταθέσεις είναι ασφαλείς σε «προβληματικές» χώρες ή τράπεζες). Κατ’ αντιδιαστολήν αφήνω να φανεί ότι η μόνη «σίγουρη» ζώνη είναι η ιδία η Γερμανία και ο υπ’ αυτήν οριζόμενος οικονομικός χώρος. Με άλλα λόγια: εν όψει διαλύσεως ευρωζώνης και εγκαταλείψεως του ευρώ από μία ή περισσότερες χώρες, θωρακίζω το ΄δικό μου κράτος και οικονομία, προετοιμάζω το έδαφος για την επομένη ημέρα. Θα είμαι δηλ. εγώ, που, πέραν άλλων πλεονεκτημάτων, θα γίνω πόλος έλξεως χρηματικών ροών απ’ τον χειμαζόμενο Νότο (και όχι μόνο).

Τι κερδίζει η Γερμανία έτσι; Λοιπόν: (α) Με την (υποθέτουμε) αναπόφευκτη δημιουργία μιάς «μαρκοζώνης» (ασχέτως αν σε αυτήν υπάρχει ακόμη το «ευρώ») θα ευρεθεί κατ’ αρχήν με ανατιμώμενο νόμισμα (το «γερμανοευρώ»), άρα θ’ αντιμετωπίσει πρόβλημα μειώσεως των εξαγωγών της. (β) Η παραγωγικότης της εργασίας στην Γερμανία είναι ήδη υψηλή, άρα δύσκολα από βελτιώσεις αυτής θα επέλθει νέα ώθησι στις εξαγωγές της. (γ) Επίσης οι μισθοί στην Γερμανία είναι ήδη υψηλοί σε σχέσι με τις ανερχόμενες δυνάμεις του πλανήτη, ούτε δύνανται να μειωθούν χωρίς να υπονομευθεί η στήριξη των Γερμανών στην πολιτική ελίτ της χώρας. (δ) Είναι ανάγκη, επομένως, για την Γερμανία να επεκτείνει την παραγωγική της βάσι σε άλλες χώρες (να την διαφοροποιήσει & διεθνοποιήσει), αγοράζοντας περιουσιακά/επενδυτικά στοιχεία σε αυτές. (ε) Γι’ αυτό, χρειάζονται λεφτά. (στ) Αν η Γερμανία είναι να προσελκύσει αποταμιευτικά/επενδυτικά κεφάλαια με αύξησι των επιτοκίων της, αυτό, αν λάβει χώραν ταυτόχρονα με την ανατίμησι του «γερμανοευρώ» λόγω της απαλλαγής της «γερμανοευρωζώνης» απ’ τα βαρίδια του Νότου, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ανατίμησι του «γερμανοευρώ» και υψηλότερο κόστος χρήματος για Γερμανούς επενδυτές. (ζ) Αν όμως η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων γίνει χωρίς εγχώριες αυξήσεις επιτοκίων, αλλά γίνει με την προβολή της Γερμανίας ως χώρας με ισχυρό νόμισμα & ταυτοχρόνως ασφαλείς καταθέσεις, τότε η Γερμανία κερδίζει διπλά: με κεφάλαια, που θα της στοιχίζουν ελάχιστα, θα ΄μπορεί να χρηματοδοτεί τόσο εγχώριες επενδύσεις ευθηνά όσο (και κυριώτερα) αγορές περιουσιακών στοιχείων & επενδύσεις στις διαλυμένες χώρες του Νότου (και όχι μόνο). (η) Επιπλέον θα πραγματοποιεί αυτές τις αγορές & επενδύσεις σε πολύ χαμηλές τιμές τόσο λόγω εσωτερικής υποτιμήσεως και οικονομικής δυσπραγίας σε αυτές τις χώρες όσο λόγω του ότι αυτές, για πολλά χρόνια, θα έχουν αδύναμα νομίσματα. (θ) Αρα, γιατί να μη διασπείρει η Γερμανία ανασφάλεια σε όλες τις «προβληματικές» χώρες της ευρωζώνης όσον αφορά τις καταθέσεις (ή τα ακίνητα); Την συμφέρει!

Πιθανοί αντίλογοι σε αυτό το σενάριο: (α) Τι θα εμποδίζει τις χώρες του Νότου, αν και εφ’ όσον θάχουν φύγει απ’ το ευρώ, να εγγυηθούν εκ νέου την «ιερότητα» των καταθέσεων στις τράπεζές των; Μα δεν θάχει σημασία αυτό, στον βαθμό που θα πρόκειται για διαλυμένες ή αδύναμες οικονομίες! Ενδέχεται βεβαίως ν’ ανακάμψουν κάποτε, αν κάνουν αναγκαίες & κατάλληλες μεταρρυθμίσεις (ή και, εν μέρει, λόγω των γερμανικών επενδύσεων), μα αυτό θα πάρει χρόνο και, επιπλέον, προαπαιτεί πολιτικές συμφωνίες μέσα σ’ αυτές τις χώρες, που δύσκολα θα επιτευχθούν. (β) Σε περίπτωσι φυγής χωρών του Νότου απ’ το ευρώ, δεν θα θέσουν αυτές περιορισμούς στην κίνησι κεφαλαίων; Πιθανότατα, αλλ’ αυτό δεν εμπόδισε, λ.χ., τεράστια κεφάλαια απ’ την Ελλάδα και άλλες χώρες να καταλήξουν, π.χ., στην Ελβετία σε εποχές οπόταν υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί. Αλλωστε, το θέμα για την Γερμανία είναι ΤΩΡΑ ν’ αρχίσει να προσελκύει τα «ορφανά» και «φοβισμένα» κεφάλαια, πριν επέλθει de facto η διάλυση. (γ) Διασπείροντας ανασφάλεια όσον αφορά τις καταθέσεις στην ευρωζώνη (και κατ’ ουσίαν στην «προβληματική» ευρωζώνη, όχι σ’ όλη την ευρωζώνη!), δεν φέρει έτσι η Γερμανία πιο κοντά την κατάρρευσι των «προβληματικών» χωρών; Δεν συνιστά τούτο αυτοεκπληρουμένη προφητεία; Ναι, αλλ’ αυτό θα ήταν πρόβλημα αν η Γερμανία έκρινε ότι η κατάσταση στον Νότο οδεύει προς βελτίωσι ή έχει ελπίδες σταθεροποιήσεως. Αν έχει ήδη συμπεράνει ότι η κατάσταση είναι μη βιώσιμη, ό,τι και αν γίνει ή κάνει η ιδία, τότε την συμφέρει να επιταχύνει τις εξελίξεις προς την επιθυμητή γι’ αυτήν κατεύθυνσι! Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, είναι: πού έχει την στιγμή αυτή καταλήξει η Γερμανία; Τι έχει συμπεράνει και αποφασίσει η γερμανική ελίτ; Αυτό είναι που δεν ξέρουμε. Και ίσως εδώ είναι όπου θα κάνει, ή έχει ήδη κάνει, το κρίσιμο πολιτικό λάθος η Γερμανία όσον αφορά τα «ηγεμονικά» της σχέδια.