Είναι πλέον γεγονός: η Ουγγαρία δεν αποτελεί πια δημοκρατία.
Ο πρόεδρος Γιάνος Αντερ υπέγραψε τα διατάγματα για την εφαρμογή των νέων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που σαρώνουν ό,τι είχε απομείνει από τις δυνάμεις αντίστασης προς την κυβέρνηση.
Πιο συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει πια το δικαίωμα να γνωμοδοτεί για το περιεχόμενο των νόμων – το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια σχεδόν κάθε ελέγχου στην νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.
Η σχολαστική αυτή καταστροφή της δημοκρατίας και των αξιών της -της οποίας αφετηρία υπήρξε η σαρωτική εκλογή του κόμματος Φίντεζ το 2010- εξελίσσεται επί μήνες μπροστά στα μάτια όλων.
Οι επιθέσεις είναι σαφείς και συνεχιζόμενες: περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου, πολιτική κηδεμονία της Κεντρικής Τράπεζας, συμπερίληψη χριστιανικών θρησκευτικών αναφορών στο Σύνταγμα καθώς και της «κοινωνικής χρησιμότητας» των ατόμων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των κοινωνικών δικαιωμάτων, απαλοιφή από το Σύνταγμα του όρου «Δημοκρατία» στον ορισμό του πολιτικού συστήματος, καταδίκη της ομοφυλοφιλίας, ποινικοποίηση των αστέγων, επιθέσεις εναντίον των δικαιωμάτων των γυναικών, ατιμωρησία για τους δράστες ρατσιστικών δολοφονιών, ενίσχυση του σφοδρού αντισημιτισμού…
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν παρασημοφόρησε τρεις ηγετικές φιγούρες της ακροδεξιάς: τον δημοσιογράφο Φέρενς Σανιζλό, γνωστό για τους φιλιππικούς του εναντίον των εβραίων και των Ρομά τους οποίους παρομοιάζει με «πιθήκους», τον αντισημίτη αρχαιολόγο Κορνέλ Μπακάβ που κατηγορεί τους εβραίους ότι οργάνωσαν το δουλεμπόριο τον Μεσαίωνα και τον «καλλιτέχνη» Πέτρας Γιάνος ο οποίος διατρανώνει υπερήφανα την εγγύτητά του προς το Γιόμπικ και την παραστρατιωτική πολιτοφυλακή του που είναι υπεύθυνη για αρκετές ρατσιστικές δολοφονίες Ρομά.
Η πολιτική αυτή κατάπτωση μας δίνει ένα αποτρόπαιο μάθημα ιστορίας και πολιτικής. Στον 20ό αιώνα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπέστη επιθέσεις από τα δυο κυριότερα ολοκληρωτικά συστήματα της εποχής _ τον ναζισμό και τον κομμουνισμό. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, η δημοκρατία, στην καρδιά της Ευρώπης, δέχεται πλήγματα από έναν αντιευρωπαϊκό, εθνικιστικό, ρατσιστικό και αντισημιτικό λαϊκισμό εν μέσω της αδιαφορίας της ΕΕ και υπερβολικά πολλών από τους πολίτες και τους ηγέτες της.
Εφόσον η Ουγγαρία εξαρτάται από τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις και εφόσον η ΕΕ έχει δείξει στην περίπτωση της Ελλάδας ότι η οικονομική της βοήθεια μπορεί να πολιτικοποιηθεί στο έπακρο, κανείς δεν δύναται να επικαλεστεί έλλειψη περιθωρίου για ελιγμούς.
Ο ουσιαστικός λόγος γι’ αυτή την εγκατάλειψη από την πλευρά της Ευρώπης είναι δυστυχώς τόσο απλός όσο και ανησυχητικός: οι πολίτες και οι ηγέτες δεν επιθυμούν να δεσμευτούν για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό η ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν κάνει χρήση κανενός από τα μέσα που έχει στη διάθεσή της _ και έχει πολλά _ για να επιβάλει τις βασικές αξίες της ΕΕ.
Για παράδειγμα η Επιτροπή, το Ευρωκοινοβούλιο και το ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορούν να δράσουν συντονισμένα υπό το Αρθρο 7 της Συνθήκης της ΕΕ, που εισήχθη μέσω της Συνθήκης του Αμστερνταμ το 1997, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν πισωγύρισμα στη δημοκρατία σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος. Το Αρθρο 7 προβλέπει την αναστολή του δικαιώματος ψήφου μιας χώρας στο Συμβούλιο στην περίπτωση «πιθανής παραβίασης των κοινών αξιών».
Αν η ΕΕ και η κοινωνία των πολιτών δεν δράσουν με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα, θα γίνουμε μάρτυρες της γρήγορης διάβρωσης της δημοκρατίας στην Ουγγαρία και, σύντομα, αλλού.
Ας μην έχουμε αυταπάτες: αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου και η ικανότητα της Ευρώπης να διατηρεί το κοινό και πιο πολύτιμο αγαθό μας: τη δημοκρατία. Επί αρκετές δεκαετίες, η επιλογή ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τη δημοκρατία δεν ήταν ποτέ τόσο προφανής.
Οφείλουμε να επιλέξουμε αποφασιστικά την Ευρώπη και τη δημοκρατία.
*Ο κ. Benjamin Abtan είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Αντιρατσιστικού Κινήματος (EGAM)