Εδώ όπου φθάνουν τα πράγματα (βλ. άρθρο μου στο ίδιο site, με τίτλο «το πρόβλημα»), πρέπει να εξετασθεί η λύση της εξόδου της Ελλάδος απ’ το ευρώ, με παράλληλη διαγραφή – ή αποπληρωμή «όταν θα δυνάμεθα» – μεγάλου μέρους του χρέους: κυρίως του γερμανοκρατουμένου, αλλ’ όχι του χρέους, που κρατεί, λ.χ., το ΔΝΤ (ο νοών νοείτω γιατί) ή του χρέους, που κρατούν ελληνικά πρόσωπα ή επιλεγμένες χώρες. Αι προϋποθέσεις για μια τέτοια λύσι, όμως, δηλ. προϋποθέσεις τέτοιες, που θα μετριάζουν ή εξουδετερώνουν τις επιπτώσεις αυτής της «λύσεως», δεν είναι δεδομένες ή εύκολες. Ας τις εξετάσουμε.

(α) Κατ’ αρχήν, ΄μπορούμε να διαγράψουμε ή αναχρονολογήσουμε μονομερώς χρέος χωρίς να εγκαταλείψουμε το ευρώ; Θεωρητικά ναι, εφ’ όσον έχουμε ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό ή, καλύτερα, πρωτογενές πλεόνασμα. Ενώ δε έχουμε πλησιάσει σε μία τέτοια κατάστασι, η πτώση των φορολογικών εσόδων λόγω της υφέσεως είναι τέτοια ώστε εύκολα η τάση ΄μπορεί ν’ ανατραπεί, οπότε πώς θα ευρίσκει το κράτος λεφτά για πληρωμή μισθών, επιδομάτων ανεργίας, επιδοτήσεων ΕΣΥ, συντάξεων; Τότε ακριβώς είναι που θα τεθεί το ζήτημα της νομισματικής ανεξαρτησίας, με επιστροφή στην δραχμή.

(β) Με επιστροφή στην δραχμή – και με την παραγωγική & εξαγωγική βάσι της οικονομίας από αδύναμη (λόγω μακροχρονίων παθογενειών) έως διαλυμένη –, αυτομάτως δημιουργείται μέγας κίνδυνος συνεχούς διολισθήσεως της δραχμής έναντι ξένων νομισμάτων, ενώ ταυτοχρόνως αι ανάγκες μας σε εισαγωγές θα παραμένουν μεγάλες, π.χ., για πετρέλαιο, φάρμακα, μηχανήματα, ίσως και κάποια τρόφιμα. Αν λοιπόν δεν υπάρξουν «ανασχετικές» ή «αντίρροπες» εξελίξεις, θα δημιουργηθεί υψηλός και επίμονος πληθωρισμός, που θα ενισχύεται απ’ την ανάγκη του κράτους να «κόβει χρήμα», σε πλαίσιο μειωμένης παραγωγής αγαθών, για να πληρώνει μισθούς κλπ. Αυτή η κατάσταση είναι και το μεγαλύτερο δυνητικό πρόβλημα σε περίπτωσι εξόδου.

(γ) Θα ίδωμεν παρακάτω πώς αυτό το πρόβλημα δύναται ν’ αντιμετωπισθεί. Πριν απ’ αυτό, όμως, θ’ ανακύψει ένα αμεσώτερο πρόβλημα: πώς θα γίνει η μετάβαση στην δραχμή χωρίς τραπεζικό πανικό (run on the banks); Με τρία εργαλεία-προϋποθέσεις, που θα πρέπει να ισχύσουν ταυτόχρονα: (1) Ύπαρξη κυβερνήσεως εθνικής ενότητος, που, μες από συγκεκριμένο & κατάλληλο πρόγραμμα (επιτέλους!) ανατάξεως της οικονομίας, θα τονώσει ψυχολογικά τον κόσμο (και η οικονομία είναι κατά 70% ψυχολογία). (2) Πρώτα η απόφαση για «κούρεμα» ή αναχρονολόγησι του (γερμανοκρατουμένου) χρέους, αργότερα δε η απόφαση, πιθανόν, για επιστροφή στην δραχμή, ώστε να υπάρξει η κατάλληλη τεχνική προετοιμασία (και για να δοθεί χρόνος στην ΕΕ να δώσει άλλη συνολική λύσι στο ευρωπαϊκό πρόβλημα, π.χ., με αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ). (3) Σύνδεση της δραχμής, αν υπάρξει, με το ευρώ, το δολλάριο ή την βρεταννική λίρα.

(δ) Το πρόβλημα του πληθωρισμού, τώρα. Αυτό επίσης δύναται ν’ αντιμετωπισθεί μες από τα 3 εργαλεία-προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, κυρίως μες απ’ την σύνδεσι δραχμής με άλλο νόμισμα, αλλά και μες απ’ την δημιουργία θετικών προσδοκιών. Επειδή όμως η «ψυχολογία» μόνη της ΄μπορεί να τραβήξει την οικονομία προς τα εμπρός μόνο για ωρισμένο χρόνο (αν δεν ενισχυθεί από πραγματικές θετικές εξελίξεις), κλειδί για τα περαιτέρω θα είναι το συγκεκριμένο οικονομικό πρόγραμμα, που θα παρουσιάσει και υλοποιήσει η «εθνική κυβέρνηση» (βλ. παρακάτω γι’ αυτό). Αλλά το πρόγραμμα σκέτο δεν αρκεί. Καθοριστική θα είναι η προφανής & διακηρυγμένη αποφασιστικότης μιάς τέτοιας κυβερνήσεως (μιάς «μεγάλης εθνικής συμμαχίας») να εφαρμόσει, με ενότητα, σε πλαίσιο πολιτικής σταθερότητος, το πρόγραμμα. Υπάρχει δε ιστορικό προηγούμενο: απ’ το 1945 ως το 1953 όλα τα οικονομικά πακέτα των τότε κυβερνήσεων, όλες αι συνδέσεις δραχμής και λίρας, όλες αι υποτιμήσεις της δραχμής, ακόμη και η ύπαρξη σχεδίου Μάρσαλ, απέτυχαν να δώσουν αναπτυξιακή ώθησι στην οικονομία. Ο κύριος λόγος; Η πολιτική αστάθεια. Αντιθέτως, το πακέτο Μαρκεζίνη το 1953 (υποτίμηση δραχμής, σύνδεση με δολλάριο, μέτρα απελευθερώσεως της οικονομίας) υπήρξε το εφαλτήριο για την εντυπωσιακή ανάπτυξι (με χαμηλό πληθωρισμό), που ακολούθησε και εκράτησε για περίπου 20 χρόνια. Η ειδοποιός διαφορά; Ότι το πακέτο έλαβε χώραν σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητος, που είχε βάθος και συνέχεια (Παπάγος πρώτα, Καραμανλής μετά).

(ε) Συνεπώς, η (ενδεχομένως εντός κάποιων ορίων) σύνδεση της δραχμής με ξένο νόμισμα έχει την έννοια & χρησιμότητα του να κερδίσουμε χρόνο χωρίς να δημιουργηθεί καλπάζων πληθωρισμός, ώστε ν’ αρχίσει ν’ αποδίδει το ετοιμασθέν & υλοποιούμενο από μια «εθνική κυβέρνησι» πρόγραμμα οικονομικής ανατάξεως. (Η Ελλάς έχει μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες, που ΑΝ αξιοποιηθούν σωστά θα δώσουν την λύσι – και θα την είχαν δώσει εδώ και 10ετίες, αν δεν είχαμε τις γνωστές παθογένειες, ηλίθιες λαϊκιστικές πολιτικές και αργυρώνητους πολιτικούς.)

(στ) Το κύριο, επομένως, ερώτημα είναι: ΄μπορεί να δημιουργηθεί μία τέτοια «μεγάλη εθνική συμμαχία»; Από δυνάμεις, που θα έχουν πλειοψηφία ΚΑΙ μες στην κοινωνία, ώστε να καταπνιγούν πιθανές αντιδράσεις από έξαλλες μειοψηφίες; Αι οποίες δυνάμεις θα συμφωνήσουν σε ένα ρεαλιστικό, έξυπνο, αποτελεσματικό πρόγραμμα οικονομικής ανατάξεως; Ιδού η απορία. Διότι, αν κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, τότε, σε περίπτωσι φυγής απ’ το ευρώ, μονομερούς καταγγελίας του χρέους κλπ., ο πληθωρισμός θα καταστεί ανεξέλεγκτος, η τραπεζική κατάρρευση αναπόφευκτη, το χάος σίγουρο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλύτερα να το «παλαίψουμε» μες απ’ το ευρώ, με τήρησι των δεσμεύσεών μας, προσευχόμενοι να «ίδωμεν φως» (ενδεχομένως μες από μια πανευρωπαϊκή ή ενεργειακή λύσι) πριν ο συνδυασμός «Μνημονίων», υφέσεως, ανεργίας, κτηνώδους φορολογίας και αρνήσεως (ή ανικανότητος) του πολιτικού συστήματος να κάνει ακόμη και (ή κυρίως) τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξι και οικονομική κατάρρευσι ούτως ή άλλως.

(ζ) Ποιο λοιπόν πρέπει να είναι αυτό το πρόγραμμα; Φοβούμαι πως, λόγω λαθεμένης ιδεολογικής αφετηρίας, αλλά και ιδεοληψιών, η απάντησή μου δεν θ’ αρέσει στην Αριστερά (και όχι μόνο, δεδομένου ότι ΠΑΣΟΚ και «λαϊκή» Δεξιά είναι επίσης κρατιστικές παρατάξεις). Διότι δεν αρκεί μία, επιφανειακή ενδεχομένως, εθνική ενότης. Τα πολυμερή κυβερνητικά σχήματα είναι ίσως εύκολα. Σημασία έχει η αναγκαία εθνική ενότης να γίνει επάνω και γύρω απ’ το σωστό πρόγραμμα ανατάξεως της οικονομίας (για το οποίο θ’ απαιτηθεί και Συνταγματική μεταβολή).

Αυτό δεν ΄μπορεί να είναι άλλο απ’ την μείωσι του ρόλου του συγκεκριμένου κράτους στην οικονομία, με ό,τι το έχει συνοδεύσει ιστορικά και χαρακτηρίζει: γραφειοκρατία, πολυνομία, αναποτελεσματικότης, ευαισθησία σε λαϊκιστικές πιέσεις & πελατειακές πρακτικές. Απ’ την αναβάθμισι του ρόλου ενός μικροτέρου κράτους προς αξιοκρατική, παραγωγική κατεύθυνσι. Απ’ την καθιέρωσι ισοσκελισμένων τακτικών προϋπολογισμών (όπως γινόταν απ’ την 10ετία του 1950 ως το 1979). Απ’ την δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους με στοχευμένες παροχές σε όσους έχουν πράγματι ανάγκη και όχι σε οργανωμένες συντεχνίες. Απ’ την αντικατάστασι της παροχής δωρεάν κρατικών υπηρεσιών προς όλους από υπηρεσίες, τις οποίες οι έχοντες την δυνατότητα θα πληρώνουν (π.χ., δίδακτρα στα δημόσια ΑΕΙ). Απ’ την απελευθέρωσι της οικονομίας, όπως άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ιδιωτικά πανεπιστήμια και τεχνικές σχολές, ιδιωτικοποιήσεις εκεί που και με τρόπο που πράγματι συμφέρει (αλλ’ εν πάση περιπτώσει εκτεταμένες), ευκολία ανοίγματος επιχειρήσεων, προστασία επενδύσεων από αυθαιρεσίες διαφόρων ομάδων και από ατέλειωτες δικονομικές διενέξεις. Απ’ την απελευθέρωσι της αγοράς εργασίας. Απ’ την ολική μεταρρύθμισι του κοινωνικοασφαλιστικού (π.χ., ένας μόνο φορέας συντάξεων). Απ’ την στοχευμένη πάταξι της φοροδιαφυγής. Απ’ την μείωσι των φορολογικών συντελεστών, ειδικά δε την κατάργησι όλων των φόρων περιουσίας ή κληρονομίας (με ταυτόχρονη ενεργοποίησι καθολικού «πόθεν έσχες»).

Και, βεβαίως, απ’ την αναμόρφωσι του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος (π.χ., κατάργηση του καθεστώτος ανευθυνότητος υπουργών), καθώς και από κοινή πολιτική αντιμετωπίσεως του λαθρομεταναστευτικού (με το σκεπτικό ότι κάποιους μετανάστες και αριθμό μεταναστών τα χρειαζόμαστε ούτως ή άλλως).