Ζούμε μια βαθιά κρίση. Κρίση όχι απλά υφεσιακή αλλά δομική, που διευρύνεται πλέον σε όλον τον πλανήτη και εντείνει τον ανταγωνισμό των μεγάλων πόλων της γεωπολιτικής και οικονομικής εξουσίας –ΗΠΑ, ευρωζώνη, ΒRICs. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια σύγκρουση του παραγωγικού με τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, όπου ο δεύτερος ευθύνεται για άλλη μία φορά στην Ιστορία γι’ αυτή τη φοβερή κρίση. Η αντιμετώπισή της απαιτεί σοβαρές αναδιαρθρώσεις και στον χώρο του κεφαλαίου και στον χώρο της εργασίας.
Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί την ανάγκη συγκρότησης μιας νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα στοχεύει στην πολιτική ενοποίηση, στην οικονομική εξυγίανση και στην παραγωγική ανάπτυξη προκειμένου η Ευρώπη να ανταγωνιστεί με επιτυχία τους άλλους δύο μεγάλους παγκόσμιους πόλους. Μόνο μια ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να εξασφαλίσει ευημερία στους λαούς της.
Αυτή η ευρωπαϊκή πολιτική, με όσες επί μέρους αντιρρήσεις και κριτικές ασκούνται, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Γι’ αυτό, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μας, είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι συγκυριακή αλλά προσπαθεί να οριοθετήσει την πορεία της ενωμένης Ευρώπης μακροπρόθεσμα. Στην αφετηρία της έχει την υποστήριξη του γαλλογερμανικού άξονα –και γι’ αυτό μπορεί να επιβάλλεται. Κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν η πολιτική των Μέρκελ – Σαρκοζί, τώρα είναι πολιτική των Μέρκελ – Ολάντ. Τόσο γι’ αυτούς που «ανησυχούν» όσο και για εκείνους που αρέσκονται σε θεωρίες συνωμοσίας, αυτή η πολιτική έχει μέλλον μόνο ως ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίησης και ανταγωνιστικότητας και όχι ως Δ’ Ράιχ. Εκείνοι δε που ως «προοδευτικοί» τη χαρακτηρίζουν συλλήβδην «συντηρητική πολιτική» θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούν ότι έχει και την ουσιαστική συναίνεση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί κάποιοι «σοσιαλιστές ελληνικού τύπου» (της υπερχρέωσης και του παρασιτισμού) να φρίξουν, αλλά τολμώ να πω ότι δεν είναι μια κλασική νεοφιλελεύθερη πολιτική αλλά μια «πολιτική ειδικού μείγματος» που περιλαμβάνει συνδυασμό κλασικών και κεϊνσιανών στοιχείων. (Θυμίζω σε αυτούς που αρέσκονται να εξυμνούν τον Κέινς και την ανάγκη κοπής νέου χρήματος ότι τα τελευταία δύο χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «έκοψε» τουλάχιστον 2 τρισ. ευρώ για να ενισχύσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και κάμποσα ακόμη για τις υπερχρεωμένες χώρες).
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο μιας τέτοιας ευρω-εξυγιαντικής πολιτικής είναι ότι πιέζει και εκκαθαρίζει εστίες και λειτουργίες παρασιτισμού –κρατικού και χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα –και καταστρέφει την κλεπτοκρατική συσσώρευση της προηγούμενης περιόδου. Δηλαδή, δεν λειτουργεί μόνο ως πίεση στον συντελεστή «εργασία» –που σίγουρα υπάρχει και είναι επώδυνη –αλλά επιδιώκει την καταστροφή του παρασιτικού κεφαλαίου –και αυτό είναι κάτι που αρνείται πεισματικά να δει η κάθε είδους Αριστερά στη χώρα μας.
Αυτό όμως το βλέπουν πολύ καθαρά τα πολιτικά υποσυστήματα στο εσωτερικό της Ευρώπης. Και γι’ αυτό αντιστέκονται σθεναρά όταν η κρίση ξεσπά στο εθνικό τους έδαφος. Από αυτή την άποψη, το παράδειγμα της Κύπρου είναι χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό. Στην Κύπρο είδαμε πώς ένα πολιτικό σύστημα υπερασπίζεται ένα χρεοκοπημένο παρασιτικό χρηματοπιστωτικό μοντέλο μέχρι του σημείου να σκέφτεται τη ρήξη με το ευρωπαϊκό περιβάλλον, με ανυπολόγιστο κοινωνικό αλλά και εθνικό κόστος. Το κυπριακό παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό της ευθύνης των παρασιτικών πολιτικών συστημάτων, κυρίως επειδή αντιστρατεύτηκαν την ευρωπαϊκή πρόταση διάσωσης, η οποία όριζε εμφατικά ότι το βασικό κόστος έπρεπε να αναληφθεί από το μεγάλο ιδιωτικό όσο και παρασιτικό – κλεπτοκρατικό κεφάλαιο, με την πρόνοια να μη θιγούν οι καταθέσεις της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας ως 100.000 ευρώ. Είναι εντυπωσιακό ότι οι πολιτικοί εκφραστές του ελλαδίτικου αριστερού και δεξιού λαϊκισμού έσπευσαν να υποστηρίξουν τον «αντιστασιακό παρασιτισμό» απέναντι στα πραγματικά συμφέροντα του κυπριακού λαού.
Πώς, λοιπόν, πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι σ’ αυτά;
Πρέπει άραγε οι κοινωνίες να ανοίξουν μέτωπο απέναντι στην κεντρική ευρωπαϊκή κατεύθυνση ή μήπως απέναντι στα ντόπια πολιτικά συστήματα που εξέθρεψαν και συνεχίζουν να καλύπτουν τις παρασιτικές και διεφθαρμένες δομές της κρίσης;
Είναι σωστός ο προσανατολισμός μας όταν αποδίδουμε το κύριο βάρος ευθύνης στον ευρωπαϊκό παράγοντα και όχι στον πραγματικό υπεύθυνο, που είναι οι ντόπιες πολιτικές και οικονομικές ελίτ; Είναι άραγε τυχαίο ότι το πολιτικό μας σύστημα φορτώνει το κόστος της κρίσης στις πλάτες του κόσμου της εργασίας και κυρίως των πιο αδυνάτων αντί στη μεγαλομεσαία άρχουσα και κατά κύριο λόγο παρασιτική τάξη;
Εδώ χρειάζεται μια κρίσιμη πολιτική παρατήρηση: ως πολιτικό σύστημα δεν εννοώ μόνο κάποια κόμματα και κάποιες κυβερνήσεις αλλά όλο εκείνο το διακομματικό πλέγμα του δεξιού – κεντρώου – αριστερού συστήματος που στήριξε και στηρίζει την οικονομική παρασιτοκρατία και προσανατολίζει συστηματικά σε στρεβλές κατευθύνσεις.
Δεν είναι λοιπόν σήμερα κυρίως η ευρωπαϊκή στρατηγική που δυσκολεύει τα πράγματα. Τα δεδομένα της κρίσης είναι από μόνα τους δύσκολα –και πολύ περισσότερο όταν είναι αποτέλεσμα της δικής μας ευθύνης. Δύσκολα εντός της Ευρώπης αλλά και καταστροφικά εκτός αυτής. Ο παράγοντας που τα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο είναι τα εγχώρια πολιτικά συστήματα που είτε καθυστερούν τις προσαρμογές και αναδιαρθρώσεις για να διατηρήσουν προνόμια είτε τις αντιπολιτεύονται υπέρ ανύπαρκτων παραδείσων –ή και του τίποτα. Με αποκορύφωμα τις οριακές στιγμές των εξελίξεων, όταν αποκαλύπτεται με τραγικό τρόπο η ψευδαίσθηση των ανύπαρκτων παραδείσων ή η κενότητα του τίποτα.
Ο κ. Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ