Με αφορμή τις κατακλυσμιαίες οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο και σειρά παρατηρήσεων από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του Βήματος σε προηγούμενο άρθρο μου, τίθεται επιτακτικά το ακόλουθο ερώτημα: Μήπως η Κύπρος θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί ασυζητητί το αρχικό «σχέδιο» (ας το αποκαλέσουμε τέλως πάντων έτσι!) το οποίο προέβλεπε (α) «Τροϊκανή» συνεισφορά ύψους €10 δις και (β) συμμετοχή της Κύπρου με €5,8 δις μέσω της φορολόγησης των Κυπριακών καταθέσεων (με 9,9% για καταθέσεις άνω των €100.000 και 6,75% για καταθέσεις κάτω των €100,000) και €1,2 δις μέσω ιδιωτικοποιήσεων και αύξησης του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων (από το 10% στο 12,5%). Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι εύκολη. Εάν το παραπάνω σχέδιο εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα όλων των Κυπριακών Τραπεζών αλλά και του Κυπριακού χρέους, η απάντηση είναι προφανώς καταφατική.

Όμως, το ως άνω σχέδιο είχε αυτό καθαυτό, άγνωστες παραμέτρους: Για παράδειγμα, πως θα «ξεπλήρωνε» η Κυπριακή πλευρά την στήριξη με 10 δις (περίπου 58% του ΑΕΠ της χώρας); Προφανώς με (εξαιρετικά) χαμηλότοκο δάνειο (όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας) το οποίο όμως θα έθετε ως προϋπόθεση «σιδηρά» και μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία μέσω, για παράδειγμα, της (μεγάλης) αύξησης φόρων (τα δημοσιονομικά έσοδα της Κύπρου αντιπροσωπεύουν το 41% του ΑΕΠ σε σχέση με το 44% στη Γερμανία και το 46,5% για το σύνολο της Ευρωζώνης). Σημειώνουμε όμως ότι η «προσαρμογή», σε περίπτωση που η φορολόγηση των καταθέσεων δεν ελάμβανε χώρα, θα ήταν ακόμα βιαιότερη για τους Κύπριους φορολογούμενους.

Εκτίμηση μας λοιπόν είναι ότι ερμηνεύοντας την ψυχολογία των Κυπρίων ως ιδία με εκείνη των Ελλήνων, η Τρόικαvαποφάσισε, ελαφρά τη καρδία, να λάβει το ρίσκο προώθησης «κουρέματος» στις καταθέσεις για να μην «μπλέξει» με ένα βαρύτατο πρόγραμμα παρακολούθησης της Κυπριακής λιτότητας το οποίο θα είχε πιθανότατα τις ίδιες αστοχίες με το ελληνικό. Και τούτο, ανεξάρτητα από την δημιουργία «προηγουμένου» το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «φοβητρο» σε μελλοντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις και για τις λοιπές χώρες του Νότου.

Εν πάση περιπτώσει, το διπλό ερώτημα που τίθεται αυτή τη στιγμή είναι (α) Ποιά θα είναι η επίπτωση στην Κυπριακή οικονομία από την εκροή καταθέσεων (όταν και εφόσον ανοίξουν οι Τράπεζες) και (β) αν συμφέρει την Κύπρο να «πάρει το καπελάκι της» (αν δεν της το δώσουν βέβαια οι άλλοι) και να φύγει από το Ευρώ. Πολύ δύσκολες ερωτήσεις για τις οποίες η όποια απάντηση ενέχει μεγάλα περιθώρια λάθους. Εκτίμηση μας είναι ότι:

1. Παρά το γεγονός ότι (θα) υφίστανται (μεγάλοι) περιορισμοί διακίνησης κεφαλαίου, σημαντική εκροή κεφαλαίου θα λάβει χώρα, είτε λόγω της φορολόγησης των καταθέσεων είτε λόγω πιθανής εξόδου από το Ευρώ κάτι το οποίο θα απομειώσει δραματικά τη χρηματική αξία των καταθέσεων. Σημειώνουμε βέβαια ότι μεγάλοι περιορισμοί διακίνησης κεφαλαίου θα οδηγήσουν σε επιχειρηματική δυσκαμψία με αρνητικότατες συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, δεν πρέπει να παραμείνουν επί μακρόν σε ισχύ. Σε κάθε περίπτωση, εκτίμηση μας είναι ότι μια εκροή μέχρι και 50% στις καταθέσεις (περίπου €34 δις από το σύνολο των περίπου €68 δις) θα επιβαρύνει (δυστυχώς) την υπάρχουσα ύφεση στην Κύπρο μέχρι και 5 ποσοστιαίες μονάδες εντός του 2013 (αυτό δείχνουν οικονομετρικά μοντέλα που μελετούν την επίδραση από το σοκ στις καταθέσεις).

2. Έχοντας η Κύπρος λάβει από τους φίλους μας Γάλλους και επίσημα το χαρακτηρισμό «οικονομία καζίνο» (αλήθεια δεν το ήξεραν πριν της επιτρέψουν την είσοδο στο Ευρώ;) πολύ δύσκολα θα ανορθώσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, «κεφάλι» είτε εντός, είτε εκτός Ευρώ. Εκτιμάμε λοιπόν ότι μια υποτίμηση του Κυπριακού νομίσματος κατά 30% (ή και 50%) δεν πρόκειται να είναι ικανή να «αναστήσει» τη χώρα αφού σοβαροί (διεθνείς) επενδυτές θα την θέσουν, ακόμα περισσότερο εκτός επενδυτικών προορισμών. Ήδη η Κύπρος το πληρώνει αυτό: Πράγματι, τo σύνολο των επενδύσεων, αντιστοιχούσαν στο 37% του Κυπριακού ΑΕΠ εν έτει 1980. Έκτοτε, ακολούθησαν καθοδική πορεία για να φτάσουν να αντιστοιχούν σήμερα μόνο στο 13% του Κυπριακού ΑΕΠ. Επιβεβαίωση ότι η «οικονομία καζίνο» ήταν ήδη γνωστή;

* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool