Καθυστέρησα την περασμένη Κυριακή, δοκιμάζοντας να υποδείξω τις μεταλλάξεις του τρωικού μύθου, όπως εσωτερικεύεται στα ομηρικά έπη και αργότερα στην αττική τραγωδία. Μεσολάβησε βέβαια η, αμυθολόγητη κατά κανόνα, λυρική ποίηση του «εδώ και τώρα». Στην πραγματικότητα όμως οι μείζονες τουλάχιστον ιαμβογράφοι και λυρικοί (ο Αρχίλοχος καταρχήν, η Σαπφώ και ο Αλκαίος αργότερα) αντιδικούν με το μυθολογικό μοντέλο της επικής ποίησης, αντιβάλλοντας στο ιδεώδες της πολεμικής αριστείας, το ηδονικό ίνδαλμα του ερωτικού κάλλους και της ερωτικής συνεύρεσης. Παράδειγμα: ένα, μυθολογικό παρά ταύτα, ποίημα της Σαπφώς (σώθηκε σπαραγμένο σε πάπυρο) που, αφορμισμένο από τη συζυγική ομιλία Εκτορα και Ανδρομάχης στην Ιλιάδα, αντιστρέφει την επική της έκβαση. Αντί δηλαδή να καταρρέει η ομιλητική συζυγία από το βάρος του ιλιαδικού πολέμου, εδώ υμνολογείται στην ερωτική της αρχή ως πάνδημη γαμήλια ευφροσύνη.
Μύθοι εξάλλου, μάλλον αυτοσχέδιοι, απαντούν και σε άλλα είδη λόγου, έμμετρα και πεζά, λόγου χάριν στον προσωκρατικό Παρμενίδη. Αλλά και σε διαλόγους του Πλάτωνα, παρά τη δηλωμένη αποστροφή του φιλοσόφου για την ποίηση και τους ποιητές, η οποία φτάνει ως την μετά πολλών επαίνων εξορία τους από την ιδανική Πολιτεία. Θέμα που απαιτεί ειδική προσέγγιση, η οποία εδώ για ευνόητους λόγους παραλείπεται.
Καιρός λοιπόν να περάσω στο μυθολογικό μερίδιο και της νεοελληνικής ποίησης, που παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Επιμένω προς το παρόν σε τρεις εξέχουσες μυθολογικές επιλογές: του Καβάφη, του Σεφέρη και του ώριμου Ρίτσου. Αφήνοντας κατ’ ανάγκην ασχολίαστα τόσο τα μακροσκοπικά μυθολογικά παραδείγματα του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, όσο και τις μικροσκοπικές εφαρμογές που απαντούν σε μεταπολεμικούς ποιητές, φτάνοντας ως τη γενιά του εβδομήντα. Εχω στον νου μου τον Σινόπουλο, τον Σαχτούρη, τον Πατρίκιο, αλλά και τον μεταγενέστερο Γιάννη Πατίλη, που αποδείχνεται ευρηματικός και σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Εχω ήδη μοιράσει τις μυθολογικές αναφορές της νεοελληνικής ποίησης σε αρχαιόμυθες και αρχαιόθεμες, διακρίνοντας εκείνες που υπολογίζουν στο σύνολο ενός αρχαιοελληνικού μύθου από όσες σταματούν σε επί μέρους μυθολογικά θέματα. Σε ό,τι εξάλλου αφορά τη σύγκλιση ή την απόκλιση των μυθολογικών επιλογών από τα πρότυπά τους, προτείνεται η κλιμάκωσή τους σε ταυτοσημία, ετεροσημία και παρασημία. Η πρώτη παραμένει εξ ορισμού συντηρητική, η δεύτερη προφαίνεται ανατρεπτική, ενώ η τρίτη κινείται διακριτικά στο ενδιάμεσο υπέδαφος.
Στον Καβάφη η αρχαιόμυθη και αρχαιόθεμη μυθολογική προσήλωση αρχίζει με την παραβατική «Πριάμου νυκτοπορία» και τη «Δευτέρα Οδύσσεια» (1893 και 1894 αντιστοίχως) και κλείνει οριστικά με την απομυθοποιημένη «Ιθάκη» (1910-11). Αποτυπώνεται κυρίως σε τέσσερα ιλιαδικά ποιήματα, δύο οδυσσειακά, δύο αισχυλικά και ένα σοφόκλειο. Στον Σεφέρη η μέθοδος της παρασημίας εγκαινιάζεται ήδη στη Στροφή και σβήνει αδιόρατα στα Τρία κρυφά ποιήματα. Ακμάζει όμως στο Μυθιστόρημα, στην Κίχλη και στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β, χωρίς να εξαφανίζεται στις ενδιάμεσες συλλογές.
Στον Ρίτσο οι σημαντικότερες αναφορές σε αρχαιόμυθα πρότυπα συγκεντρώνονται στις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης, όπου κυριαρχεί η μέθοδος της προκλητικής κάποτε ετεροσημίας. Αμεσα και μετωπικά στις επώνυμες (Αγαμέμνων, Ορέστης, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Χρυσόθεμη, Περσεφόνη, Αίας, Φιλοκτήτης, Ελένη, Φαίδρα και αυτονομημένος ο Τειρεσίας). Εμμεσα σε όσες διαθέτουν περιφραστικό ή αλληγορικό τίτλο (Το παράθυρο, Χειμερινή διαύγεια, Η σονάτα του σεληνόφωτος, Το νεκρό σπίτι, Οταν έρχεται ο Ξένος). Παράλληλα εντοπίζονται γύρω στα εβδομήντα συνοπτικά ποιήματα, ομηρικής κυρίως έμπνευσης, που επονομάστηκαν Μικρά Ομηρικά. Παρατίθεται δείγματος χάριν ο αμφίβολος «Ευρύλοχος», που φαίνεται να αντιστέκεται στο σεφερικό ποίημα «Οι σύντροφοι στον Αδη» της Στροφής. Θυμίζω ότι ο Ευρύλοχος, μαζί με τον Ελπήνορα, αποτελεί εξαίρεση επωνυμίας ανάμεσα στους άλλους ανώνυμους εταίρους της Οδύσσειας, και αυτός προπάντων χρεώνεται από τον ποιητή την ευθύνη για την ανίερη σφαγή και την πεινασμένη ανάλωση των ιερών βοδιών στη μοιραία Θρινακία:

Αν είχαμε κι εμείς την εύνοια των θεών, και αν μας χάριζαν / εκείνο το βοτάνι με τη μαύρη ρίζα και με τα λούλουδα / τα γαλατένια, να μη σε πιάνει βάσκανο κακό / μήτε ραβδί γυναίκας, -ποιος σίγουρα δεν θα τραβούσε / σπάθα, και ποιος θα κάθονταν δω κάτου στα καράβια, / μόνος και χολωμένος, να σκαλίζει στην καρίνα χελιδόνια / ή και τα νύχια του με τον σουγιά του; Ποιος δεν θά ‘μπαινε / μες στο λουτρό, να τόνε σαπουνίζουν, να τον αλείφουν λάδι οι δούλες, / να τον πηγαίνουν στα μεταξωτά σεντόνια της κυράς τους / με τα μεταξωτά βυζιά; Κι ύστερα σου λέει ο άλλος: δειλοί, απερίσκεφτοι και πάνω απ’ όλα: «τα γουρούνια».
Μετά συγχωρήσεως, που έλεγε και η αγράμματη μάνα μου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ