Προγενέστερες θεωρητικές και εμπειρικές μελέτες για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) ή άλλους μακροοικονομικούς δείκτες έχουν δείξει ότι το εκτιμώμενο μέγεθος (και σε ορισμένες περιπτώσεις, το πρόσημο του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή μπορεί να μεταβάλλεται με το πέρας του χρόνου σε συνάρτηση με την εξέλιξη των γενικότερων μακροοικονομικών συνθηκών. Σημειώνεται ότι δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ορίζεται η μεταβολή του ΑΕΠ (ή κάποιου άλλου μακροοικονομικού δείκτη) ως αποτέλεσμα μιας μοναδιαίας μεταβολής των εσόδων ή των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, ο πολλαπλασιαστής των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης είναι 1 όταν για κάθε ένα ευρώ περιστολής των δαπανών (πχ. για την αγορά προϊόντων, υπηρεσιών ή τη μισθολογική δαπάνη) το ΑΕΠ της χώρας μειώνεται κατά 1 ευρώ (και αντίστροφα).
Η παρούσα έκθεση αποτελεί σημαντική επέκταση προγενέστερης εμπειρικής μας μελέτης με τίτλο «Δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές σε περιόδους βαθιάς ύφεσης και οφέλη από μια 2-ετή επιμήκυνση του νέου προγράμματος λιτότητας» η ποία δημοσιεύθηκε το Οκτώβριο του 2012.
Μεταξύ των βασικών επιδιώξεων της παρούσας μελέτης συμπεριλαμβάνονται: α) η επιβεβαίωση ή μη των προγενέστερων εμπειρικών μας αποτελεσμάτων για το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και το βαθμό μεταβολής τους ανάλογα με τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, β) η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία διαφορετικών μιγμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής (πχ. περικοπή δαπανών έναντι αύξησης φορολογικών εσόδων), και γ) η ανάδειξη του δυνητικού ρόλου των δημοσίων επενδύσεων ως μοχλού σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομίας και επιστροφής σε θετικούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τα ανωτέρω ζητήματα, βασιζόμενη σε μια νέα εμπειρική μεθοδολογία (Threshold Vector Autoregressive Model) η οποία κρίνεται ιδιαίτερα ελκυστική από τεχνικής άποψης για την μέτρηση των μακροοικονομικών επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής ανάλογα με τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου.
Οι νέες μας μετρήσεις φαίνεται να τεκμηριώνουν τα αποτελέσματα της προγενέστερης μελέτης μας η οποία εκτιμούσε σημαντικά υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές σε συνθήκες ύφεσης από ότι σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Επιπροσθέτως, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει μια σειρά νέων στοιχείων με βαρύνουσα σημασία για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην χώρα μας.
Ειδικότερα,
Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε ένα ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής – π.χ. μέσω περικοπής του μισθολογικού κόστους, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή/και της δαπάνης για την αγορά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών –αυξάνεται με το μέγεθος της συνολικής δημοσιονομικής σύσφιξης και είναι μεγαλύτερη όταν η τελευταία λαμβάνει χώρα σε περίοδο ύφεσης (δηλ. συρρίκνωσης του ΑΕΠ της χώρας).
Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε ένα ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από το μείγμα και την διάρθρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι σημαντικά υψηλότερη όταν η τελευταία στοχεύει στην περικοπή των δημοσίων δαπανών αντί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Ενδεικτικά, η δυνητική συσταλτική επίπτωση (fiscal drag) μιας προσαρμογής που στοχεύει σε βελτίωση της πρωτογενούς θέσης της γενικής κυβέρνησης (general government primary balance) κατά περίπου 3% εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σωρευτικά σε 1.89 ευρώ σε βάθος τριετίας (για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν αυτή αναμένεται να προέλθει αποκλειστικά από τη μείωση των πρωτογενών δαπανών.
Παρόλα αυτά, η εκτιμώμενη συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χωράς εκτιμάται ότι μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη (περίπου 0.5 ευρώ σωρευτικά σε βάθος τριετίας για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν η προσαρμογή αυτή στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Σημειώνεται εδώ ότι το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν αποτελεί άμεση προτροπή για περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίοι παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αντί αυτού, αποτελεί ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης πολιτικής στο μέτωπο της αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα της χώρας.
Οι εκτιμώμενοι πολλαπλασιαστές του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλοί, κυρίως όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση βαθιάς ύφεσης. Κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η θετική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας λόγω αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα μπορούσε να ανέλθει σωρευτικά σε βάθος τριετίας σε 2.91 με 3.99 ευρώ για κάθε ένα ευρώ αύξησης της πραγματικής δαπάνης για δημόσιες επενδύσεις. Τα ανωτέρω αποτελούν ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικής αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στην τρέχουσα συγκυρία μέσω π.χ. της ταχύτερης απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων από τα διαθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. και άλλων δράσεων.
Τέλος, σημειώνεται ότι η ερμηνεία των εμπειρικών αποτελεσμάτων της παρούσας έκθεσης και άλλων σχετικών μελετών στην διεθνή βιβλιογραφία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω πληθώρας σοβαρών θεωρητικών και τεχνικών δυσκολιών που σχετίζονται με την εκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Η δε εκτίμηση για το μέγεθος της συσταλτικής επίπτωσης των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί αναγκαστικά και πρόβλεψη για την πορεία του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος καθώς αυτή μπορεί να επηρεαστεί από πλειάδα άλλων παραγόντων όπως π.χ. η εξέλιξη του επενδυτικού κλίματος και η εμπιστοσύνη των επενδυτών για την δημοσιονομική σταθερότητα μιας χώρας.
*Ο καθηγητής κ. Πλάτων Μονοκρούσος είναι βοηθός γενικού διευθυντή επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης αγορών της Eurobank.