Ένα μικρό κείμενο του Αλέξανδρου Ίσαρη για ένα μεγάλο ζήτημα και για το πώς ο ίδιος το χειρίζεται. Με έκταση μόλις 14 σελίδες το «Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη. Από μια ειρωνεία της τύχης φιλοξενείται από τη σειρά «Αστεγα» καίτοι αναφέρεται σε ζήτημα στέγης. Μόνιμης στέγης. Πιο μόνιμη δεν γίνεται. Ο πολυπράγμων δημιουργός περιγράφει πώς απέκτησε την τελευταία του κατοικία. Πιο τελευταία δεν γίνεται. Ο Ισαρης αγόρασε τον τάφο του.

Πολύς κόσμος διαθέτει τάφο, οικογενειακό. Είναι μάλιστα ζήτημα τιμής για ορισμένους να βρουν μια τρύπα στην «Εκάλη των Ψυχών», δηλαδή στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Η αγωνία του Αλέξανδρου Ισαρη δεν ήταν τέτοιας, κοινωνικής φύσης. Αποφάσισε να αφήσει τα κόκαλά του στην Τήνο, στο νεκροταφείο του Πύργου, εκεί όπου οποιοσδήποτε έχων αισθητική εύχεται να πεθάνει για λίγο ώστε να ενταχθεί στην ομορφιά του τοπίου.

Ο Ισαρης ξεκινά την αφήγηση εξηγώντας πώς βρέθηκε πρώτη φορά στο νησί. Περιγράφει αυτό το ιδιότυπο coup de foudre, τον αιφνιδιαστικό έρωτα που εκδηλώνεται συνήθως για ένα άγνωστο πρόσωπο. Περιγράφει την οικειότητα μαζί με την επιθυμία για εξερευνήσεις. Αυτά τα αισθήματα που αναπτύσσονται μεταξύ ανθρώπων, τα προκαλεί και το νησί. Η Τήνος έχει αυτή την ικανότητα: ερωτοτροπεί με τους επισκέπτες της.

Γράφει λοιπόν ο Ισαρης: «Η έκπληξή μου ήταν απερίγραπτη, όταν ακολουθώντας τον φιδωτό δρόμο που οδηγεί στον Πύργο είδα να ξεδιπλώνεται εμπρός μου ένα μοναδικό τοπίο, που με καλούσε να το αγαπήσω. Και πράγματι το αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφού, ύστερα από εκείνη την πρώτη φορά, έχω μέχρι σήμερα επισκεφτεί την Τήνο πάμπολλες φορές, και έχω πάντοτε την αίσθηση ότι επιστρέφω στην πατρίδα».

Η αγορά ενός τάφου με τέτοιους όρους εμπαίζει το μοιραίο της καταγωγής. Αν ο άνθρωπος γεννιέται τυχαία σε έναν τόπο, έχει όλα τα περιθώρια να επιλέξει πού θα ριζώσει σε βάθος χρόνου. Πιο μεγάλο βάθος χρόνου δεν γίνεται. Ευτυχώς για τους αναγνώστες, ο αφηγητής δεν δράττεται της ευκαιρίας για να αμπελοφιλοσοφήσει περί θανάτου. Παραμένει στα γήινα, στα έμβια, μιλάει για αισθήματα, για μικρές στιγμές. Είναι μια ιστορία ανακουφιστική και συγκινητική. Αγγίζει.

Η Ολια Λαζαρίδου ένιωσε αυτό το άγγιγμα και θέλησε να μοιραστεί τη χαρά της ανάγνωσης με φίλους της και φίλους τους συγγραφέα. Διάβασε λοιπόν το κείμενο στο Salon de Βricolage, τη λέσχη όπου οι εκδηλώσεις πολιτισμού διασταυρώνονται με την υψηλή γαστρονομία_ όπως στα «σαλόνια» του 19ου αιώνα όπου οι αναγνώσεις συνδυάζονταν με παιχνίδια, με νέες γνωριμίες και χαλάρωση.

Κατά την παρουσίαση του βιβλίου αναγνώσθηκε ολόκληρο το αφήγημα αλλά δεν υπήρξε άλλου είδους «παρουσίαση» ούτε ομιλητές που θα ανέλυαν καταστρέφοντας την απόλαυση της ακρόασης. Η μόνη εξήγηση που δόθηκε στο κοινό, από τον συγγραφέα, αφορούσε τον τίτλο. Στην Τήνο υπάρχουν παλιές ταφικές συνήθειες και μια από αυτές αφορά το μαξιλάρι του νεκρού. Το προσκέφαλο λοιπόν είναι φτιαγμένο χωρίς κόμπους και παραγεμισμένο με φύλλα λεμονιάς. Αυτή είναι μια από τις πολλές ιδιαιτερότητες που έρχονται από τα βάθη των αιώνων.

Στην Τήνο οι πεθαμένοι δεν θάβονται με φέρετρο ούτε σκεπάζονται με χώμα. Ο τάφος είναι ένας κενός υπόγειος χώρος όπου τοποθετείται το νεκρό σαβανωμένο. Υπάρχει μάλιστα η συνήθεια να αγοράζει καθένας έγκαιρα την καμιζόλα του για την περίσταση. Ο τάφος κλείνει με μαρμάρινες πλάκες. Ο Ισαρης έχει βρει μαρμαρογλύπτη ο οποίος θα επιμεληθεί το εικαστικό μέρος του θανάτου. Την καμιζόλα την αφήνει για αργότερα.